Share the post "Απουσία ερωτικής επιθυμίας: αίτια, προσέγγιση, αντιμετώπιση"
Η ερωτική επιθυμία δεν είναι κάτι το σταθερό και αμετάβλητο. Ποικίλει από άτομο σε άτομο αλλά και στη διάρκεια των διαφόρων περιόδων ή φάσεων της ζωής μας. Υπάρχουν περίοδοι στη ζωή στη διάρκεια των οποίων η επιθυμία για σεξ είναι πολύ έντονη, ενώ άλλες όπου συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Αυτό δεν είναι, κατ΄ανάγκη, κάτι το ανησυχητικό.
Μερικές φορές, μπορεί πραγματικά να υπάρχει επιθυμία για έρωτα χωρίς, όμως, το σώμα να ανταποκρίνεται ανάλογα στη διάθεση αυτή. Ίσως για αυτό να ευθύνεται κάποιο άγχος ή διάφορες σκέψεις που δεν επιτρέπουν το ξεδίπλωμα της ερωτικής επιθυμίας. Το σώμα δεν ακολουθεί πάντα τυφλά και ανεμπόδιστα την ερωτική επιθυμία και άλλες φορές πάλι γνωρίζει και αντιδρά σε κάτι που ίσως εμείς οι ίδιοι αγνοούμε ή που δεν τολμούμε να ομολογήσουμε στον εαυτό μας…
Υπάρχουν και άτομα που πραγματικά δεν νιώθουν κάποια ερωτική επιθυμία και που δεν ενδιαφέρονται για το σεξ. Αυτό ίσως είναι ένας από τους πολλούς τρόπους που μπορεί να αισθάνεται και να λειτουργεί κάποιος και δεν χρειάζεται να το αναγάγουμε αβίαστα και απαραίτητα σε πρόβλημα, μόνο και μόνο επειδή δεν ανταποκρίνεται στο γενικό κανόνα.
Η άποψη που συνήθως επικρατεί είναι πως, από τη στιγμή που το σεξ αποτελεί βασική βιολογική μας λειτουργία, η απουσία ερωτικής επιθυμίας κάποιου ή η μη ικανοποιητική σεξουαλική ζωή σε ένα ζευγάρι θεωρούνται πως αποτελούν απαραίτητα ένδειξη ύπαρξης κάποιου προβλήματος. Η οπτική αυτή μπορεί να αποτρέψει πολλά ζευγάρια από το να ζητήσουν βοήθεια για τις δυσκολίες αυτές και να τους στερήσει την ευκαιρία να ακούσουν από το στόμα ενός ειδικού πως αυτού του είδους τα προβλήματα είναι πολύ συνηθισμένα -κανόνας, θα μπορούσαμε να πούμε- φυσιολογικά και όχι απαραίτητα ένδειξη κάποιας ψυχοπαθολογίας.

Διάφορες αιτίες πίσω από την απουσία ερωτικής επιθυμίας
Η απουσία ερωτικής επιθυμίας μπορεί, όμως, να αποτελεί και ένδειξη πως κάτι δεν λειτουργεί όπως θα έπρεπε, όχι μόνο στο σώμα αλλά στην ψυχή και στη ζωή μας γενικότερα. Ο άνθρωπος είναι μια ψυχοσωματική ολότητα και η οποιαδήποτε δυσλειτουργία στο σώμα, στον ψυχοσυναισθηματικό κόσμο ή στη ζωή του μπορεί να επηρεάσει τη γενικότερη ισορροπία του.
Για παράδειγμα, όταν κάποιος αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα στην εργασία ή στις σχέσεις του, τότε αυτά είναι πολύ πιθανόν να επηρεάσουν αρνητικά και την ερωτική του διάθεση. Όπως στην περίπτωση που κάποιος σκέφτεται συνέχεια το πόσο και το τι τρώει, δεν πρόκειται να ευχαριστηθεί το γεύμα του, με τον ίδιο τρόπο και κάποιος που σκέφτεται συνέχεια τα προβλήματα που αντιμετωπίζει στη ζωή του, το τι κάνει, πως το κάνει και αν αυτό ικανοποιεί τη σύντροφό του, δεν πρόκειται να ευχαριστηθεί τον έρωτα και πιθανόν να μειωθεί ή ακόμα και να χαθεί η ερωτική του επιθυμία.
Η ερωτική επιθυμία μπορεί να επηρεασθεί από πολλούς αντικειμενικούς αλλά και υποκειμενικούς/ψυχολογικούς παράγοντες, και, ως εκ τούτου, μπορούμε να πούμε πως αποτελεί ένα είδος βαρόμετρου της γενικότερης διάθεσής μας. Όταν λέμε πως υπάρχουν ψυχολογικοί παράγοντες πίσω από την απουσία ερωτικής επιθυμίας εννοούμε τις σκέψεις και τα συνειδητά ή υποσυνείδητα συναισθήματα κάποιου που σχετίζονται με την έλλειψη επιθυμίας για σεξ. Για παράδειγμα, μπορεί να αφορά στο φόβο κάποιου για το αν και κατά πόσο θα καταφέρει να ανταποκριθεί στις προσδοκίες ή στις ανάγκες του/της συντρόφου του, στο φόβο για εγγύτητα, για σωματική και συναισθηματική ένταση κ.ά.
Το άγχος ή η ντροπή κάποιου για το σώμα του μπορούν, επίσης, να μπλοκάρουν σημαντικά την ερωτική επιθυμία. Όταν κάποιος έχει μια αρνητική εικόνα για τον εαυτό και το σώμα του και δεν αισθάνεται επαρκής, πολύ δύσκολα θα πιστέψει πως μπορεί κάποιος να τον/την επιθυμήσει ερωτικά.
Διάφορες τραυματικές εμπειρίες ή μία μη ολοκληρωμένη διεργασία πένθους ή θλίψης μπορούν, επίσης, να επηρεάσουν αρνητικά την ερωτική επιθυμία. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και στην περίπτωση ύπαρξης ανεπίλυτων συγκρούσεων και εντάσεων στη σχέση. Επίσης, η ύπαρξη διαφορετικών επιθυμιών που δεν εκφράζονται ή για τις οποίες δεν υπάρχει κατανόηση και ανταπόκριση μπορεί να δημιουργήσουν μια αίσθηση απόρριψης ή απόστασης και, ως εκ τούτου, ερωτική απόσυρση. Το να γνωρίζεις εκ των προτέρων τον τρόπο, τον τόπο, την ημέρα και τον χρόνο που θα κάνεις έρωτα δεν ευνοεί ούτε τη φαντασία ούτε το ενδεχόμενο μιας ευχάριστης έκπληξης αλλά ούτε και την επιθυμία.
Ορισμένες ασθένειες ή η λήψη κάποιων φαρμακευτικών σκευασμάτων -όπως, για παράδειγμα, αρκετά αντικαταθλιπτικά ή υπνωτικά σκευάσματα- μπορούν, επίσης, να μειώσουν την ερωτική επιθυμία. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και όταν το σώμα κάποιου δεν ανταποκρίνεται μια συγκεκριμένη στιγμή με τον τρόπο που ο ίδιος θα επιθυμούσε. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί την επόμενη φορά να υπάρχει τόσο άγχος, φόβος και ανασφάλεια που να μειώσουν ή ακόμα και να αφανίσουν την ερωτική του διάθεση.

Η ιδιαιτερότητα των μακρόχρονων συντροφικών σχέσεων
Γιατί μειώνεται ή χάνεται οριστικά και τόσο συχνά το αρχικό ερωτικό πάθος στις μακρόχρονες συντροφικές σχέσεις; Υπάρχουν τρόποι αποκατάστασης αυτής της ανεπιθύμητης εξέλιξης ώστε να επανεμφανισθεί το αρχικό ερωτικό πάθος;
Αυτό που διακρίνει κάθε ενήλικη και στενή συναισθηματικά σχέση -ασχέτως αν αυτό επιτυγχάνεται ή όχι- είναι η εύρεση μιας ισορροπίας ανάμεσα στην ανάγκη για συναισθηματική εγγύτητα και στην ανάγκη μας για αυτονομία -δηλαδή, της αίσθησης πως εμείς οι ίδιοι ορίζουμε τον εαυτό και τις κύριες επιλογές μας. Ο τρόπος διαχείρισης αυτής της βασικής ανθρώπινης σύγκρουσης, σε συνδυασμό με την αναγκαιότητα ύπαρξης αναπόφευκτων συμβιβασμών ώστε να γίνει εφικτή μια συνύπαρξη -που, όμως, δεν θα στραγγαλίζουν την ανάγκη των δύο συντρόφων για αυτονομία- παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ποιότητα και στη συνέχεια της σχέσης. Η δυνατότητα δημιουργίας ενός ενδιάμεσου χώρου -που να δημιουργεί και στους δύο την αίσθηση πως είναι αρκετά κοντά μεταξύ τους ώστε να νιώθουν ασφαλείς και επιβεβαιωμένοι αλλά, ταυτόχρονα, και αρκετά «μακριά» ώστε να νιώθουν αυτόνομοι και πως συνεχίζουν να είναι ο εαυτός τους- αποτελεί τη λυδία λίθο μιας ισορροπημένης, ζωντανής και ποιοτικής σχέσης.
Η απουσία αυτής της τόσο σημαντικής συνθήκης σημαίνει πως κάθε συναισθηματική μας διάθεση εξαρτάται, κατά κύριο λόγο, από τις αντιδράσεις του ή της συντρόφου μας. Η δημιουργία της συνθήκης αυτής προϋποθέτει την ύπαρξη μιας ευέλικτης και σταθερής εικόνας για τον εαυτό μας που δημιουργείται σε μεγάλο βαθμό στην παιδική μας ηλικία, μέσα από την επιβεβαίωση και την αποδοχή που έχουμε -κυρίως από τους γονείς μας- για αυτό που πραγματικά είμαστε. Εάν κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί, τότε η κάθε μας σχέση θα βιώνεται -στον ανάλογο βαθμό- είτε ως σανίδα σωτηρίας είτε ως φυλακή. Στη μεν πρώτη περίπτωση, γαντζωνόμαστε επάνω στον Άλλον, επιζητώντας συνεχώς την επιβεβαίωση μέσα από αυτόν, ενώ, στη δε δεύτερη περίπτωση, αποστασιοποιούμαστε συναισθηματικά. Και στις δύο περιπτώσεις, κοινός παρονομαστής είναι η αδυναμία μας να μπορούμε να ρυθμίζουμε μόνοι μας την εικόνα του εαυτού και τη συναισθηματική μας διάθεση.
Τέτοιου είδους δυσκολίες είναι συνηθισμένες και υπάρχουν στις περισσότερες ανθρώπινες σχέσεις. Όμως, όσο μεγαλύτερη είναι η εξάρτηση από τον Άλλον τόσο γρηγορότερα θα δημιουργηθεί αδιέξοδο και συναισθηματικό τέλμα στη σχέση.
Όσον αφορά στην ερωτική ζωή και στη συναισθηματική εγγύτητα του ζευγαριού, υπάρχει σχεδόν πάντα μια ανισορροπία ανάμεσα στα θέλω και στις ανάγκες των δύο συντρόφων και, ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο δημιουργίας εντάσεων, ματαιώσεων και συγκρούσεων. Πάντα, ο ένας από τους δύο θέλει περισσότερο, και άρα ο άλλος λιγότερο, στους διάφορους τομείς της σχέσης. Για παράδειγμα, κάποιος μπορεί να έχει μεγαλύτερη ανάγκη ή επιθυμία για σεξ από το ταίρι του αλλά μικρότερη ανάγκη για συναισθηματική εγγύτητα. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει απαραίτητα πως συμβαίνει και σε κάθε του σχέση. Μπορεί σε μια άλλη σχέση -παλαιότερη ή επόμενη- να έχει συμβεί ή να συμβεί το ακριβώς αντίθετο. Ταυτόχρονα, επειδή αυτός που είναι προθυμότερος -ερωτικά ή συναισθηματικά- θέλει περισσότερο και συχνότερα, ο λιγότερο πρόθυμος, είτε το επιδιώκει είτε όχι, έχει το δικαίωμα του βέτο και άρα τον έλεγχο της κατάστασης. Μπορεί, με άλλα λόγια, να ελέγχει την κοινή σεξουαλική ζωή και το επίπεδο της συναισθηματικής εγγύτητας στη σχέση.
Όταν συμβαίνουν τα ανωτέρω, κανείς από τους δύο συντρόφους δεν είναι σε θέση να επιβεβαιώσει τον άλλον. Για αυτόν που θέλει λιγότερο, είναι σημαντικό να μπορεί να υπερασπίζεται το δικαίωμά του να λέει «όχι», ενώ για αυτόν που θέλει περισσότερο το σημαντικό είναι να μπορεί να διαχειρίζεται την απόρριψη που εισπράττει από τον Άλλον. Και οι δύο βρίσκονται σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση και η συναισθηματική τους ισορροπία εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τον Άλλον. Όσο μεγαλύτερη είναι η εξάρτηση τόσο μεγαλύτερη και η ματαίωση και η ένταση που δημιουργούνται στη σχέση του ζευγαριού.
Συχνά, η σεξουαλική ζωή είναι αυτή που μετατρέπεται σε πεδίο εκφόρτισης των εντάσεων και του αδιεξόδου μιας σχέσης με τη μορφή της μειωμένης ερωτικής επιθυμίας…
Σεξουαλικότητα
Τι μπορούμε να κάνουμε;
Η αλήθεια είναι πως, σε μία σχέση, η απουσία ερωτικής επιθυμίας στον ένα σύντροφο -ιδιαίτερα όταν είναι παρατεταμένη- δημιουργεί τις περισσότερες φορές μια πολύ δυσάρεστη κατάσταση και για τους δύο.
Σε μια τέτοια περίπτωση, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να μιλήσουν οι δύο σύντροφοι για τους πιθανούς λόγους που μπορεί να βρίσκονται πίσω από το πρόβλημα. Η αποσιώπηση και οι διάφορες δικαιολογίες όχι μόνο δεν βοηθούν αλλά επιβαρύνουν ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Αν το πρόβλημα είναι παροδικό και υπάρχει συγκεκριμένος λόγος πίσω από αυτό, είναι ευκολότερο να το αποδεχθεί ο άλλος σύντροφος. Εάν, όμως, διαρκεί και διαταράσσει την ισορροπία και το συναισθηματικό κλίμα της σχέσης, τότε είναι σημαντικό οι σύντροφοι να ζητήσουν τη βοήθεια κάποιου ειδικού. Αναλόγως με τις διαπιστώσεις που θα γίνουν, υπάρχουν και οι ανάλογες λύσεις.
Είναι σημαντικό να τονισθεί για μία ακόμη φορά πως η απουσία ερωτικής επιθυμίας δεν σημαίνει απαραίτητα πως δεν υπάρχει αγάπη μεταξύ των δύο συντρόφων ούτε πως υπάρχουν σοβαρά προβλήματα στη σχέση, αν και το τελευταίο αποτελεί την πιο συνήθη αιτία.
Και κάτι τελευταίο. Ο διάλογος μεταξύ των δύο συντρόφων και η ανοιχτή συζήτηση για τις πιθανές αιτίες του προβλήματος αποτελεί σημαντική ένδειξη έγνοιας, ευαισθησίας και αγάπης προς τον Άλλον.
Dr. Σάββας Ν. Σαλπιστής, M.Sc., Ph.D.
Κλινικός Ψυχολόγος Πανεπιστημίου Στοκχόλμης ενηλίκων και παίδων
Διπλωματούχος Ψυχοθεραπευτής
Βασιλικού Ιατροχειρουργικού Ινστιτούτου Karolinska Στοκχόλμης
Για την υπηρεσία online ψυχολόγος (online συνεδρίες) κάντε κλικ ΕΔΩ
Για ραντεβού στο γραφείο του Σάββα Ν. Σαλπιστή Ph.D. κάντε κλικ ΕΔΩ
Ψυχολόγος Θεσσαλονίκη , Ψυχολόγοι Θεσσαλονίκη , Ψυχολόγος Θεσσαλονίκη κέντρο , Ψυχολόγοι Θεσσαλονίκη κέντρο , Ψυχολόγος Online , Ατομική ψυχοθεραπεία , Θεραπεία ζεύγους , Θεραπεία ζεύγους θεσσαλονίκη, Θεραπεία παιδιών και εφήβων , Συμβουλευτικές συνεδρίες Θεσσαλονίκη, Συμβουλευτικές συνεδρίες