Τηλεφωνο

Τηλέφωνο επικοινωνίας : 2310.23.45.87

Email

salpistis@i-psyxologos.gr

Διεύθυνση γραφείου

Διεύθυνση γραφείου: Πατριάρχου Ιωακείμ 10, Θεσσαλονίκη (κέντρο)

Η ζωή μας αρχίζει με μια σχέση δεσμού, δηλαδή τον εφόρου ζωής δεσμό αγάπης (ή ματαιωμένης αγάπης) που ένα παιδί δημιουργεί με το άτομο ή τα άτομα που βρίσκονται στον άμεσό του περίγυρο. Αυτή η σχέση δεσμού μας ακολουθεί, στη συνέχεια, σε όλη τη διάρκεια της  ζωής μας, μέσα από όλες τις στενές συναισθηματικές μας  σχέσεις  ή όπως έχει διατυπωθεί, «από την κούνια ως τον τάφο».  Οι εμπειρίες από τις πρώιμες συναισθηματικές μας σχέσεις διαμορφώνουν, σε μεγάλο βαθμό, τη στάση μας απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό και τους άλλους, εάν θα εξελιχθούμε σε ασφαλή και αυτόνομα άτομα, που τολμούν να δημιουργήσουν στενές συναισθηματικές σχέσεις με άλλους ή εάν, αντίθετα, βιώνουν μια θεμελιακή ανασφάλεια στη ζωή τους.

Οι σχέσεις μας διαμορφώνουν, με αυτόν τον τρόπο, την βαθύτερη αίσθησή που αποκτούμε  για τον εαυτό μας, εάν θεωρούμε τους εαυτούς μας άξιους να αγαπηθούν και ικανούς να αγαπήσουν και αυτοί, με τη σειρά τους, άλλους. Με αυτή την έννοια, όλοι μας είμαστε οι σχέσεις μας, δηλαδή καθοριζόμαστε από την ποιότητα των σχέσεων μέσα στις οποίες μεγαλώνουμε και εξελισσόμαστε. Με άλλα λόγια, γεννιόμαστε και ολοκληρωνόμαστε υπαρξιακά, μόνον όταν, αυτοί που έχουν την ευθύνη της φροντίδας μας,  μας βλέπουν ως τα μοναδικά άτομα που είμαστε. Για να μπορέσουμε, λοιπόν, να βιώσουμε τους εαυτούς μας ως πραγματικούς και αληθινούς, ως συγκροτημένες υπάρξεις με δική τους βούληση και αισθήματα, θα πρέπει πρώτα κάποιος άλλος να μας έχει βιώσει με έναν ακριβώς παρόμοιο τρόπο, δηλαδή ως υποκείμενα με προθέσεις, βούληση, συναισθήματα και επιθυμίες.

Εμείς οι άνθρωποι έχουμε την ανάγκη να δίνουμε νόημα στα βιώματά μας. Κατά συνέπεια, δημιουργούμε νόημα  και όσον αφορά στις σχέσεις μας με τους άλλους. Το σημαντικότερο όπλο που διαθέτουμε για τη διαχείριση των διαφόρων κρίσεων και δυσκολιών της ζωής είναι η ικανότητά μας να δημιουργούμε ουσιαστικές σχέσεις με τους άλλους, δηλαδή, σχέσεις που να εξυπηρετούν τις δύο βασικές υπαρξιακές μας ανάγκες, αυτές της εγγύτητας και της αυτονομίας. Η ικανότητά μας αυτή, όμως, δεν παραμένει αναλλοίωτη  και σταθερή. Επηρεάζεται, συνεχώς, από τις προσπάθειες που καταβάλουμε για να κατανοήσουμε καλύτερα τόσο τον εαυτό μας όσο και τους άλλους, και από τις εμπειρίες που αποκτούμε μέσα από τις διαπροσωπικές μας σχέσεις , στη διάρκεια ολόκληρης της ζωής μας.

Η διαφοροποίηση -δηλαδή, η ψυχολογική εξέλιξη/γέννηση του ανθρώπου- είναι μια διαδικασία που διαδραματίζεται στα πλαίσια των σχέσεών μας με τους άλλους. Βρισκόμαστε σε σχέση με άλλους ακόμα και όταν είμαστε μόνοι μας. Βιώνουμε με διαφορετικό τρόπο τον εαυτό μας, με διαφορετική συναισθηματική φόρτιση και χροιά, ανάλογα με τις εσωτερικές εικόνες της σχέσης «του εαυτού μας με τους άλλους» που κουβαλάμε εντός μας και που ενεργοποιούνται μέσα μας, μια δεδομένη στιγμή. Ως εκ τούτου, η ιστορία των σχέσεών μας ζει συνεχώς εντός μας.

Από τα παραπάνω, γεννάται το ερώτημα: «Γιατί οι σχέσεις μας έχουν τόσο καθολική και καθοριστική, για την ύπαρξή μας, σημασία;». Η απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορεί να δοθεί μέσα από τη διερεύνηση της συμπεριφοράς του παιδιού, όσον αφορά στη σχέση δεσμού του, δηλαδή, της έμφυτης, προκαθορισμένης και ενστικτώδους ανάγκης του για δημιουργία στενών συναισθηματικών δεσμών με τους φροντιστές του.

Σχέσεις δεσμού

Η αγάπη ως εξελικτικός μηχανισμός επιβίωσης

Τα μικρά παιδιά είναι σαν υπάρξεις της παλαιολιθικής εποχής. Αντιδρούν, δηλαδή, απέναντι σε ξαφνικούς αποχωρισμούς, όπως ακριβώς έκαναν και τα μικρά των πρωτευόντων θηλαστικών, για δεκάδες εκατομμύρια χρόνια, βιώνοντάς τους ως άμεση απειλή για την επιβίωσή τους. Όλα αυτά τα χρόνια, τα μικρά των πρωτευόντων θηλαστικών ένιωθαν ασφαλή, παραμένοντας δίπλα στη μητέρας τους ή στην αγκαλιά της, νύχτα και μέρα. Η απώλεια αυτής της επαφής ήταν ταυτόσημη με σίγουρο θάνατο. Αυτή είναι η εξήγηση, μέχρι και σήμερα, του γιατί ο αποχωρισμός από τον φροντιστή προκαλεί στο μικρό παιδί, αρχικά ανησυχία, κατόπιν απελπισία, στη συνέχεια οργή και, τελικά, απόγνωση.

Τα μικρά παιδιά έχουν μια γενετικά προκαθορισμένη τάση να δημιουργούν σχέσεις δεσμού με τα άτομα του άμεσου περιβάλλοντός τους, κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου της ζωής. Όλα τα μωρά, σε όλες τις γνωστές, μέχρι σήμερα, ανθρώπινες κουλτούρες, εκτός αυτών με σοβαρές νευροψυχιατρικές βλάβες, όπως π.χ. βαριά νοητική καθυστέρηση, αναπτύσσουν σχέση δεσμού με τους φροντιστές τους.

Η έρευνα, επί του θέματος, έχει καταδείξει τη σημασία του διαχωρισμού ανάμεσα στην εξέλιξη μιας σχέσης δεσμού και στην ποιότητά της. Το γεγονός, πως ο καθοριστικός παράγοντας για την εξέλιξη μιας σχέσης δεσμού είναι η συστηματική φυσική επαφή, σημαίνει πως ένα βρέφος/μικρό παιδί αναπτύσσει σχέση δεσμού και με έναν γονιό που το κακοποιεί ή το παραμελεί. Μόνο τα μωρά που, για κάποιο λόγο, πήγαιναν από αγκαλιά σε αγκαλιά, χωρίς να έχουν παραμείνει αρκετά μόνο σε μία, δεν δημιουργούν σχέση δεσμού. Η ύπαρξη σχέσης δεσμού, που έχει δημιουργήσει ένα μωρό με το γονέα του, σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί απόδειξη πως το παιδί έχει φροντιστεί καλά από αυτόν και πως ο γονιός αυτός είναι κατάλληλος να συνεχίσει να έχει την ευθύνη της φροντίδας του παιδιού .

 

Ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα για τις σχέσεις δεσμού του παιδιού

Από τη στιγμή που το βρέφος, υπό φυσιολογικές συνθήκες, αναπτύσσει περισσότερες της μίας σχέσεις δεσμού, δημιουργούνται τα εξής ερωτήματα: τι είναι αυτό που καθορίζει τη δημιουργία μίας σχέσης δεσμού του παιδιού με το φροντιστή του; Επηρεάζει η μία σχέση δεσμού την άλλη; Πόσες σχέσεις δεσμού μπορούν να έχουν τα παιδιά; Είναι όλες οι σχέσεις δεσμού εξίσου σημαντικές για το παιδί, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα; Τέλος, είναι όλες οι σχέσεις του παιδιού σχέσεις δεσμού;

Ο τρόπος εξέλιξης της σχέσης δεσμού ενός παιδιού με το φροντιστή του καθορίζεται κυρίως από το είδος και την ποιότητα της φροντίδας που προσφέρεται στο παιδί. Η ευαισθησία και η προβλεψιμότητα του γονέα, όσον αφορά στην ανταπόκρισή του στις ανάγκες που εκφράζει το παιδί, παίζουν καθοριστικό ρόλο για το αν το παιδί εξελίξει μία ασφαλή ή ανασφαλή σχέση δεσμού. Ως εκ τούτου, το παιδί μπορεί να εξελίξει μία ασφαλή σχέση δεσμού με τον ένα γονιό και ανασφαλή με τον άλλον, ή ασφαλή/ανασφαλή και με τους δύο. Απαραίτητη και αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση, που είναι κοινή για όλους όσους επιθυμούν να γίνουν πρόσωπα με τα οποία το παιδί θα αναπτύξει σχέση δεσμού, είναι η διάθεση χρόνου με το παιδί και η παροχή της φροντίδας που αυτό επιθυμεί.

Σχέση γονέα-παιδιού

Το γεγονός πως τα παιδιά μπορούν να αναπτύξουν σχέσεις δεσμού με πολλά άτομα δεν σημαίνει πως οι σχέσεις αυτές είναι ανταλλάξιμες ή το ίδιο σημαντικές για το παιδί. Οι σχέσεις αυτές αποτελούν μια ιεραρχία, στην κορυφή της οποίας βρίσκεται το άτομο το οποίο αντιπροσωπεύει για το παιδί το πιο σταθερό σημείο αναφοράς και που  -συνηθέστατα όχι, όμως, απαραίτητα- είναι η μητέρα.

Ο αριθμός των σχέσεων δεσμού που αναπτύσσει το παιδί εξαρτάται από τον αριθμό των ατόμων με τα οποία το παιδί έχει αναπτύξει μια στενή και συστηματική σχέση. Ο συνολικός αριθμός ατόμων για τα περισσότερα παιδιά, στις περισσότερες κουλτούρες, κυμαίνεται μεταξύ ενός και πέντε ατόμων. Ένα σημαντικό στοιχείο που δείχνει η έρευνα επί του θέματος είναι πως, επειδή τα μικρά παιδιά νιώθουν ιδιαίτερα ευάλωτα και απροστάτευτα κατά τη διάρκεια της νύχτας, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή και σταθερότητα όσον αφορά στο ποιος βρίσκεται εκεί, όταν το παιδί ξυπνά και είναι πεινασμένο, λυπημένο ή φοβισμένο.

Θα πρέπει να τονίσουμε πως η σχέση δεσμού είναι μία από τις πολλές σχέσεις που έχει το παιδί, τόσο με τους γονείς του όσο και με άλλους. Το παιχνίδι ανάμεσα σε παιδί και γονιό, όταν όλα είναι ήρεμα και ευχάριστα, χωρίς άλλο στόχο πέραν του να περάσουν καλά μαζί, είναι μία ακόμα σημαντική σχέση. Το ίδιο ισχύει και όταν, για παράδειγμα, ο γονέας αλλάζει πάνα στο παιδί και του φιλά ή του γαργαλεύει την κοιλίτσα κ.τ.λ.

 

Οι αντιδράσεις μικρών παιδιών σε αποχωρισμούς διάρκειας ημερών

Οι έρευνες γύρω από τον αποχωρισμό έχουν δείξει πως παιδιά ηλικίας μικρότερης των τριών χρόνων και παιδιά  με προηγούμενες εμπειρίες αποχωρισμού αντιδρούν εντονότερα, συγκριτικά με μεγαλύτερης ηλικίας παιδιά και παιδιά χωρίς προηγούμενες τραυματικές εμπειρίες. Επίσης, παιδιά που φροντίστηκαν από ένα μόνο άτομο αντέδρασαν πολύ λιγότερο, συγκριτικά με αυτά που φροντίστηκαν από περισσότερα άτομα σε ένα ίδρυμα. Αυτό σημαίνει πως δεν είναι μόνον ο αποχωρισμός που παίζει ρόλο αλλά και το είδος και η ποιότητα της εναλλακτικής φροντίδας που προσφέρεται.

Οι αντιδράσεις των παιδιών ηλικίας ενός έως τριών ετών που παρατηρήθηκαν, στη διάρκεια του αποχωρισμού μέχρι την επιστροφή του γονιού, ήταν οι εξής:

      1. Διαμαρτυρία: η φάση αυτή άρχισε αμέσως μόλις ο γονιός άφησε το παιδί στον άγνωστο σε αυτό φροντιστή. Το παιδί έδειχνε έκπληκτο που ο γονιός του έφυγε, έκλαιγε γοερά και η κινητικότητά του ήταν πολύ έντονη. Αναζητούσε το γονιό και πήγαινε επανειλημμένα προς το σημείο που αυτός βρισκόταν, πριν φύγει. Εάν ήταν πόρτα, προσπαθούσε ξανά και ξανά να την ανοίξει. Στη φάση αυτή, το παιδί επεδίωκε αποκλειστικά στην «με κάθε τίμημα» επανασύνδεσή του με το γονιό. Δεν έδειχνε ενδιαφέρον για κανένα ενήλικο άτομο στο χώρο και δεν δέχονταν καμία προσπάθεια παρηγοριάς του από τρίτους.

     2. Απόγνωση: η μετάβαση στη φάση αυτή χαρακτηρίζονταν από συμπεριφορές που σηματοδοτούσαν μια αυξανόμενη έλλειψη ελπίδας στο παιδί πως ο γονιός του μπορεί να επιστρέψει. Η ενεργητική αναζήτηση του γονιού από το παιδί μειώθηκε, τα δε θυμωμένα του κλάματα αντικαταστάθηκαν σταδιακά από ένα πιο σιωπηρό και εσωστρεφές κλάμα. Το παιδί απέφευγε κάθε δραστηριότητα και επαφή με άλλους, και συχνά κάθονταν στο κρεβατάκι του, κρατώντας κάποιο λούτρινο ζωάκι ή άλλο αντικείμενο που έφερε μαζί του ο γονιός και  κοιτώντας με άδειο βλέμμα το κενό.

Οι αντιδράσεις αυτές ερμηνεύθηκαν πως το παιδί άρχισε να πενθεί το γονιό που του έλειπε και πως έχασε κάθε ελπίδα πως θα ξαναεπιστρέψει. Καθοριστική σημασία, για τη μακροπρόθεσμη εξέλιξη του παιδιού, έχει η διάρκεια της απουσίας του γονέα, ο τρόπος που ο γονιός διαχειρίζεται τις όποιες συσσωρευμένες αντιδράσεις του παιδιού απέναντι στον αποχωρισμό που βίωσε και αν το παιδί, στη διάρκεια της απουσίας του γονιού, είχε κάποιο φροντιστή που κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες να δημιουργήσει μια σχέση εμπιστοσύνης και αποκλειστικότητας με το παιδί.

Σχέση μητέρας-παιδιού

    3.  Παραίτηση: η φάση αυτή αντιπροσωπεύει το εσωτερικό δράμα του παιδιού. Από τη μία, έχει ξεκινήσει μια διεργασία πένθους που θα το επιτρέψει, αν υπάρξουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, να δημιουργήσει ένα νέο και μόνιμο υποκατάστατο του χαμένου του γονιού. Από την άλλη, έχει αποκλείσει μία σειρά από πολύ επώδυνα συναισθήματα που είναι αδύνατον για ένα μικρό παιδί να μπορέσει να αντέξει ή να διαχειριστεί αποτελεσματικά.

Η φάση αυτή αποτελεί έκφραση μιας ψυχικής αμυντικής προσπάθειας του παιδιού να αντέξει τον μεγάλο του ψυχικό πόνο. Φαινομενικά, συμπεριφέρεται το παιδί σαν να μην αναγνωρίζει το γονιό του, σαν να τον έχει «ξεχάσει» και γι΄αυτό του φέρεται σαν να είναι ένας ξένος. Η στάση αυτή εναλλάσσεται από ξαφνικά ξεσπάσματα κλάματος, οργής και προσκόλλησης του παιδιού στον γονέα. Καθοριστικής σημασίας είναι η στάση του γονέα απέναντι σε αυτές τις δύσκολες αντιδράσεις του παιδιού του. Εάν ο γονέας έχει την ικανότητα να αντέξει και να εμπεριέξει αυτά τα δύσκολα συναισθήματα του παιδιού, αυτό θα επηρεάσει καθοριστικά όχι μόνο στην αποκατάσταση της προσωπικής τους σχέσης, αλλά και στη στάση του παιδιού απέναντι σε κάθε είδους συναισθηματική εγγύτητα,  αργότερα στη ζωή

 

Γιατί αντιδρούν τόσο έντονα τα μικρά παιδιά σε αποχωρισμούς;

Από αυτά που γνωρίζουμε, ως σήμερα,  για την εξέλιξη και τον τρόπο ζωής  μας ως είδος, οι πρόγονοί μας ήταν νομάδες. Αυτό σήμαινε πως η μητέρα κουβαλούσε, στη διάρκεια των πρώτων χρόνων, το παιδί επάνω της μέρα-νύχτα, και πως, στην κοινωνική ομάδα που ανήκε, υπήρχαν πολλά ακόμα γνωστά πρόσωπα που τη βοηθούσαν στη φροντίδα του, όταν η ίδια θα έπρεπε να κάνει δουλειές που δεν της επέτρεπαν να το κουβαλά στην πλάτη της.

Ο στόχος της σχέσης δεσμού θα μπορούσε να περιγραφεί ως η διατήρηση μιας κατάλληλης εγγύτητας (ούτε πολύ κοντά ώστε η ανάγκη εξερεύνησης να διαταραχθεί, αλλά ούτε και πολύ μακριά ώστε να αυτό να γίνει πολύ επικίνδυνο) προς έναν προστατευτικό ενήλικα. Το σύστημα της σχέσης δεσμού είναι στενά συνδεδεμένο με το σύστημα του φόβου που έχει καθοριστεί από την εξελικτική ιστορία του ανθρώπου και εμπεριέχει την πιθανότητα αυξημένου κινδύνου για τραυματισμό ή θάνατο, π.χ. άγνωστα μέρη και πρόσωπα, ξαφνικές αλλαγές στο περιβάλλον, να μείνει κάποιος μόνος κ.ά. Ως εκ τούτου, δεν είναι παράξενο ένα μικρό παιδί να αντιδρά έντονα όταν η μητέρα του το αφήνει μόνο σε κάποιο άγνωστο περιβάλλον (ίδρυμα, παιδικό σταθμό, νοσοκομείο κ.τ.λ.).

Ένα, για μεγάλο διάστημα, ενεργοποιημένο σύστημα σχέσης δεσμού, δηλαδή, όταν το παιδί αναζητά απεγνωσμένα και ενεργητικά τη μητέρα του που έχει φύγει, σχετίζεται με αυξημένη επιθετικότητα απέναντι σε συνομήλικα παιδιά και ενήλικες. Η επιθετικότητα αυτή εξυπηρετεί, βραχυπρόθεσμα, δύο στόχους: 1. Κινητοποιεί το παιδί ώστε να κάνει ότι είναι δυνατόν για να επανασυνδεθεί με το γονιό του  και 2. Να δώσει στο γονιό να καταλάβει πως δεν πρέπει να ξανακάνει κάτι τέτοιο.

Σχέση προσκόλλησης

Επίλογος

Σχέση και εγγύτητα σημαίνουν επιβίωση, ενώ ο αποχωρισμός σημαίνει καταστροφή. Αυτό είναι ίσως ο πιο θεμελιακός παράγοντας που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη ύπαρξη. Το βρέφος είναι, από γενετική άποψη,  ένα νομαδικό πρωτεύον θηλαστικό που σημαίνει πως δεν υπάρχει καμία περίπτωση να επιβιώσει έξω από τη σχέση δεσμού του. Ως εκ τούτου, ο αποχωρισμός βιώνεται, σε ένα πρωτόγονο και ενστικτώδες επίπεδο, ως άμεση απειλή για τη ζωή. Αυτός είναι ο λόγος που όλοι μας, από την αρχή της ζωής μας, είμαστε προγραμματισμένοι να κάνουμε ότι περνά από το χέρι μας ώστε όχι μόνο να αποφύγουμε κάθε αποχωρισμό, αλλά και να διασφαλίσουμε την αναγκαία εγγύτητα με τους φροντιστές μας, δηλαδή με τα πρόσωπα που έχουμε αναπτύξει σχέση δεσμού.

Αυτή η τόσο ισχυρή τάση συμπεριφοράς, από γενεά προς γενεά και καθ΄όλη τη διάρκεια της εξελικτικής μας ιστορίας, είναι ο καθοριστικός παράγοντας που διασφάλισε την επιβίωση κάθε βρέφους. Γεννιόμαστε, ζούμε και πεθαίνουμε, καθοδηγούμενοι σε μεγάλο βαθμό από μια βιολογικά καθορισμένη επιταγή διατήρησης της σχέσης δεσμού, που καθόρισε εντός μας η φυσική επιλογή.

 

Dr. Σάββας Ν. Σαλπιστής, M.Sc, Ph.D.

Κλινικός Ψυχολόγος Πανεπιστημίου Στοκχόλμης ενηλίκων και παίδων

Διπλωματούχος Ψυχοθεραπευτής

Βασιλικού Ιατροχειρουργικού Ινστιτούτου Karolinska Στοκχόλμης

Για την υπηρεσία online ψυχολόγος (online συνεδρίες) κάντε κλικ ΕΔΩ

Για ραντεβού στο γραφείο του Σάββα Ν. Σαλπιστή Ph.D. κάντε κλικ ΕΔΩ

Προτεινόμενα άθρα

Leave A Comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *