Share the post "Σχέση γονιών-παιδιού: μπορεί να είναι ο γονιός φίλος με το παιδί του;"
Πριν από λίγες μέρες, σε μια σχετικά ήσυχη και πολύ όμορφη μικρή παραλία της Χαλκιδικής, έγινα μάρτυρας του παρακάτω περιστατικού που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση και αποτέλεσε αφορμή να σκεφθώ, για μία ακόμη φορά, το είδος της σχέσης που πρέπει να έχουμε ως γονείς με τα παιδιά μας, δηλαδή τη σχέση γονιών-παιδιού, γενικότερα.
«Σε μισώ! Δεν σε έχω πλέον φίλο!»
Το κοριτσάκι, που δεν ήταν μεγαλύτερο από 6-7 χρονών, χτυπούσε με δύναμη το πόδι του στην άμμο, ουρλιάζοντας στον πατέρα του. Ο λόγος αυτής της αντίδρασης ήταν ο εξής: το κοριτσάκι ζητούσε επίμονα από τον πατέρα του να της αγοράσει ένα παγωτό, κάτι που αυτός αρνιόταν, λέγοντάς της πως σε λίγο θα πάνε να φάνε μεσημεριανό. Η εξήγηση αυτή δεν στάθηκε ικανή να ηρεμήσει το κοριτσάκι που πέταξε το κουβαδάκι και το φτυαράκι της και άρχισε να τραβά τον πατέρα της από το πόδι για να σηκωθεί. Τότε, ο πατέρας σηκώθηκε, έπιασε το κοριτσάκι και το έβαλε να καθίσει εκεί που πριν από λίγο έπαιζε, λέγοντάς της: «Αν δεν σταματήσεις, φεύγουμε αμέσως για το σπίτι».
Όταν το κοριτσάκι του φώναξε, κλαίγοντας, πως δεν τον έχει πλέον φίλο, αυτός γύρισε μπρούμυτα στην πετσέτα του στην άμμο, μένοντας σιωπηλός για μερικά λεπτά, πριν στραφεί προς τη σύζυγό του που διάβαζε ένα βιβλίο δίπλα του, λέγοντάς της: «Νιώθω ένοχα που της μίλησα έτσι. Ήμουν πολύ σκληρός μαζί της;». Η μητέρα τον κοίταξε πάνω από το βιβλίο που κρατούσε στα χέρια της και απάντησε με φωνή σίγουρη: «Όχι, πραγματικά δεν ήσουν. Είμαστε γονείς της. Ο ρόλος και η αποστολή μας δεν είναι να είμαστε φίλοι με το παιδί μας, αλλά γονείς!».
Έχω ακούσει πολλές φορές από γονείς να ισχυρίζονται με αυταρέσκεια: «Εγώ είμαι φίλη με την κόρη μου ή φίλος με το γιο μου», θεωρώντας πως αυτό από μόνο του τους αναγάγει σε «σύγχρονους» γονείς, με ότι αυτό συνεπάγεται για τον καθένα.
Δεν συμμερίζομαι απόλυτα την άποψη αυτή και θα διευκρινίσω τι εννοώ. Είναι άλλο να έχουμε μια φιλική σχέση με το παιδί μας και άλλο να είμαστε φίλοι. Η φιλική σχέση δεν σημαίνει παραίτηση από το γονικό μας ρόλο κι ούτε είναι ταυτόσημη με το «είμαστε φίλοι». Για εμένα προσωπικά, φίλος είναι κάποιος για τον οποίο νοιάζομαι πολύ, ένα άτομο με το οποίο τολμώ να δείξω τις φορές που μπορεί να νιώθω ευάλωτος και αδύναμος, ένα άτομο που γνωρίζει καλά τόσο τις δυνατότητες όσο και τις όποιες αδυναμίες μου, με το οποίο μπορώ να μοιράζομαι όνειρα και ανησυχίες, που να με αποδέχεται για αυτό που είμαι, που είναι πάντα εκεί, και που και αυτός αισθάνεται ανάλογα για/με μένα.
Τι διαφοροποιεί τη γονική από την φιλική σχέση;
Αυτό που διαφοροποιεί τη «φιλία» προς τα παιδιά μας από τη φιλία με άλλα ενήλικα άτομα είναι το ότι ως γονείς έχουμε πολύ μεγαλύτερη ευθύνη όσον αφορά στη διατήρηση της διάρκειας και της ποιότητας της σχέσης αυτής. Οι ενήλικοι φίλοι μας μπορούν να επιλέξουν να διακόψουν τη φιλική μας σχέση, εάν θεωρήσουν πως αυτή δεν τους εμπλουτίζει πλέον τη ζωή, ενώ αυτό είναι αδύνατον να γίνει με τα παιδιά μας, τουλάχιστον όσο ακόμα αυτά εξαρτώνται από εμάς. Ως γονείς, είμαστε υποχρεωμένοι να τα μεταχειριζόμαστε όπως και καλύτερούς μας φίλους, ακόμα και αν αυτά δεν το θέλουν, για τον οποιοδήποτε λόγο. Δεν παραιτούμαστε ποτέ από αυτήν τη σχέση και προσπαθούμε πάντα να τη διατηρούμε ζωντανή και σημείο αναφοράς σε όλη τη διάρκεια της ζωής.
Τι περιλαμβάνει, όμως, ένας γονικός ρόλος; Σημαίνει πως, ως γονιός, διαθέτω το απαραίτητο εκείνο κύρος ώστε να είμαι ο «αρχηγός» που εμπνέει και που το παιδί μου θα ήθελε να ακολουθήσει, ακόμα και να του μοιάσει. Πως πιστεύω στις δυνατότητες του παιδιού μου και δημιουργώ τις απαραίτητες προϋποθέσεις ώστε να εξελιχθεί, σύμφωνα με τις επιθυμίες του. Πως δημιουργώ ελεύθερο χώρο ώστε το παιδί να αυτονομείται ολοένα και περισσότερο από την άμεση φροντίδα, την καθοδήγηση και τη φυσική μου παρουσία στη ζωή του. Ο ρόλος μου είναι, επίσης, να καθοδηγώ, να παρέχω στα παιδιά μου στέγη, τροφή, ρουχισμό, καλή εκπαίδευση, παναθρώπινες αξίες, αξίες ζωής και συναισθηματική ασφάλεια. Όλα αυτά αποτελούν μια τεράστια ευθύνη αλλά, ταυτόχρονα, και μία μοναδική δυνατότητα να βάλουμε τα στέρεα θεμέλια για μια σχέση ζωής. Τα περισσότερα από τα στοιχεία αυτά δεν χαρακτηρίζουν μια φιλική σχέση.
Η ανάγκη των παιδιών για καθοδήγηση
Τα παιδιά έχουν ανάγκη από τη διαχρονική καθοδήγηση των ενηλίκων, τουλάχιστον μέχρι να ενηλικιωθούν, όχι όμως και οι φίλοι μας. Αυτό μπορεί κάποιος εύκολα να το διαπιστώσει, βλέποντας τις σοβαρές συνέπειες που έχει στο παιδί το ελλιπές γονικό κύρος ή η απουσία στις οικογένειες που μεγαλώνουν. Οι κύριες αιτίες είναι δύο:
- Παρόλο που τα παιδιά γνωρίζουν πολύ καλά τι θέλουν και επιθυμούν, δεν έχουν συνείδηση του ποιες είναι οι βασικές τους ανάγκες.
- Για να μπορέσουν να προσαρμοστούν καλά σε ένα περιβάλλον, όπως είναι π.χ. η οικογένεια ή η κοινωνία, χρειάζονται μία καθοδήγηση που να διαθέτει κύρος, γνώση και εμπειρία.
Με άλλα λόγια, τα παιδιά μπορεί να γεννιούνται με αρκετές δυνατότητες και σοφία, τους λείπει, όμως, εντελώς η εμπειρία ζωής, η σφαιρική εκτίμηση των πραγμάτων και η ικανότητα να προβλέπουν πιθανές καταστάσεις, στοιχεία που διαθέτει, συνήθως, ένας ενήλικας. Εάν θέλουμε να διαπαιδαγωγήσουμε και να καθοδηγήσουμε παιδιά, είναι απαραίτητο να γίνουμε ένας «ηγέτης» που εμπνέει. Εάν κάποιος γονιός δεν είναι σε θέση ή δεν επιθυμεί να αναλάβει μια τέτοιου είδους ευθύνη ή εάν μετατραπεί σε έναν τύραννο που επιβάλει πάντα τα θέλω του, αγνοώντας αυτά του παιδιού του, τα αποτελέσματα είναι συνήθως καταστροφικά.
Η πολλών χρόνων προσωπική μου εμπειρία μου δείχνει πως ολοένα και περισσότερες οικογένειες αντιμετωπίζουν, καθώς περνούν τα χρόνια, προβλήματα με τα παιδιά τους που αφορούν στον ύπνο, στο φαγητό, στο πρωινό ξύπνημα, στην καθημερινή μελέτη των μαθημάτων κ.ά. Οι καταστάσεις αυτές, από μόνες τους, κάθε άλλο παρά προβληματικές είναι, απλά καταδεικνύουν με μεγάλη σαφήνεια πως υπάρχει πρόβλημα από την πλευρά των γονιών να ασκήσουν το γονικό τους ρόλο με κύρος και αποφασιστικότητα. Με αυτό δεν υπονοώ πως ο παλιός τρόπος άσκησης της γονεϊκότητας, με αυστηρότητα και εκφοβισμό, ήταν καλύτερος, αλλά πως είχε σαφή όρια και συνέπεια που μείωναν σε μεγάλο βαθμό την πιθανότητα εμφάνισης τέτοιου είδους προβλημάτων.
Σημαντικά χαρακτηριστικά του γονικού ρόλου
Πλέον γνωρίζουμε πολύ καλά πως οι σχέσεις μεταξύ δύο ισότιμων υποκειμένων λειτουργεί καλύτερα και για τα δύο μέρη, δημιουργώντας προϋποθέσεις για μια σχέση που να χαρακτηρίζεται από αμοιβαιότητα, αλληλοσεβασμό, καλή διάθεση, διάλογο, ευελιξία, προβλεψιμότητα, ενσυναίσθηση, δημιουργικότητα και μια αίσθηση «ευ ζην». Το ίδιο ισχύει και για κάθε σχέση μεταξύ δύο υποκειμένων, όπως π.χ. η σχέση γυναίκας-άνδρα, εργοδότη-εργαζομένου, φίλων κ.ά.
- Η ύπαρξη προβλεψιμότητας από την πλευρά του γονιού σημαίνει το να μπορεί ο γονιός να λειτουργεί με βάση τις προσωπικές του αξίες και τους στόχους και όχι το να αντιδρά αυτοματοποιημένα απέναντι στο τι κάνει ή λέει το παιδί.
- Η ύπαρξη ενσυναίσθησης σημαίνει την ικανότητα να μπορούμε να βλέπουμε τον άλλον (το παιδί) ως ένα αυτόνομο άτομο, να μπορούμε να μπαίνουμε στη θέση του και να νιώθουμε πως μπορεί το ίδιο να νιώθει.
- Η ύπαρξη ευελιξίας σημαίνει να μπορούμε, ως γονείς, να λαμβάνουμε υπόψη τόσο την προσωπική μας εξέλιξη όσο και αυτήν του παιδιού, σε αντιδιαστολή με την άποψη να είμαστε πάντα «συνεπείς».
- Η ύπαρξη διαλόγου και κατανόησης σημαίνει να λαμβάνουμε πάντα πολύ σοβαρά υπόψη τις ανάγκες, τις σκέψεις, τις απόψεις και τα συναισθήματα του παιδιού, ακόμα και όταν αυτά έρχονται σε σύγκρουση με τα αντίστοιχα προσωπικά μας συγκεκριμένα στοιχεία.
Η υιοθέτηση ενός ηγετικού/καθοδηγητικού ρόλου από την πλευρά του γονιού, που να βασίζεται στην ισοτιμία, σημαίνει τη διασφάλιση μιας ισορροπίας τόσο μεταξύ των αναγκών της οικογένειας ως συνόλου όσο και των αναγκών του κάθε μέλους ξεχωριστά.
Σε μια οικογένεια, οι ενήλικες είναι αυτοί που έχουν τη δύναμη, κοινωνικά, οικονομικά, φυσικά και συναισθηματικά. Ο τρόπος διαχείρισης, όμως, αυτής της δύναμης διαφέρει από κοινωνία σε κοινωνία και ανάλογα με το πολιτισμικό περιβάλλον στο οποίο ασκείται. Διαφορετικός είναι ο τρόπος διαπαιδαγώγησης, για παράδειγμα, στη Σκανδιναβία, όπου οι γονείς διατηρούν χαμηλό προφίλ, όσον αφορά στην άσκηση της δύναμης που τους παρέχει ο γονικός τους ρόλος, απ΄ότι στις μεσογειακές χώρες ή σε άλλες περιοχές της γης, όπου ο υπερτονισμός της άσκησης αυτού του είδους δύναμης δίνει και μεγάλη ικανοποίηση σε αυτόν/αυτήν που την ασκεί. Ήμουν μικρό παιδί, όταν έγινα μάρτυρας νοσηρής άσκησης αυτής της «δύναμης». Ένα γειτονάκι μου, μερικά χρόνια μεγαλύτερό μου, 12 χρονών ήταν τότε, επειδή δεν πήγε αμέσως σπίτι (έπαιζε εκεί μπροστά ποδόσφαιρο με άλλα παιδιά) όταν το φώναξε ο πατέρας του, το έδεσε πάνω σε μια συκιά στην αυτή τους, το πασάλειψε με μέλι για να έρχονται οι μέλισσες να τον τσιμπούν. Σοκαρίστηκα. Και όμως, κανένας γείτονας από τα γύρω λαϊκά συνοικιακά σπιτάκια δεν τόλμησε να παρέμβει…
Καθοριστικό στοιχείο ο τρόπος άσκησης της γονικής δύναμης
Το σημαντικότερο στοιχείο για το ευ ζην και την εξέλιξη ενός παιδιού είναι ο τρόπος που ένας γονέας επιλέγει να ασκήσει τη ψυχολογική και φυσική του δύναμη/υπεροχή. Ανεξάρτητα από το όποιο γενετικό υλικό του παιδιού (ταμπεραμέντο, τυχόν σωματικές ή πνευματικές προϋποθέσεις κ.τ.λ.), κυρίως ο τρόπος διαχείρισης της δύναμης αυτής, από την πλευρά των γονέων, αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα του κατά πόσο το παιδί θα μπορέσει να αξιοποιήσει το προσωπικό και κοινωνικό του δυναμικό. Αν το καλοσκεφθούμε, είναι τρομακτικό το πόσο μεγάλη και καθοριστική, για το μέλλον του παιδιού μας, είναι αυτή η δύναμη που διαθέτουμε ως γονείς. Και μόνο αυτό να συνειδητοποιήσουμε, μπορεί να γίνει αφετηρία άσκησής της με μεγαλύτερη προσοχή, ευαισθησία, τρυφερότητα και αγάπη.
Κάτι ακόμα που θα πρέπει να έχουμε υπόψη είναι πως όλοι μας, ως γονείς, το μόνο κοινό που ίσως έχουμε είναι πως δεν είμαστε πάντα τα ευκολότερα άτομα με τα οποία θα μπορούσαν να συμβιώσουν τα παιδιά μας. Σίγουρα, τα προσφέρουμε πολλά, χάνουν όμως και κάτι από τον εαυτό τους, στη διάρκεια της κοινής μας ζωής. Μπορεί να εξελίσσουν διάφορες δεξιότητες, ταλέντα κ.τ.λ. κοντά μας, που ίσως να μην τα εξέλισσαν, σε περίπτωση που μεγάλωναν σε μια διαφορετική οικογένεια. Για όλα αυτά, όμως, δεν υπάρχει λόγος να νιώθουμε ούτε υπερήφανοι, αλλά ούτε και ένοχοι.
Μία από τις πλέον καταστροφικές μορφές δύναμης είναι η αδυναμία. Αυτή είναι που, συνηθέστατα, οδηγεί σε κατάχρηση της δύναμής μας, ως γονείς, και σε παραβιάσεις των προσωπικών ορίων του παιδιού και που, αν δεν συμβεί αυτό, οδηγεί σε παραίτηση, παθητικότητα και έλλειψη επαφής με το παιδί, δηλαδή, σε αυτό που αποκαλούμε ελλιπή ή κακή φροντίδα. Δεν είναι κάτι το ασυνήθιστο ή το επικίνδυνο να νιώσουμε ανήμποροι κάποιες φορές ως γονείς. Όταν, όμως, διαπιστώσουμε πως η αίσθηση αυτή εντείνεται και τείνει να κυριαρχεί στο μεγαλύτερο μέρος της επαφής μας με το παιδί, αυτό σημαίνει πως έχουμε ανάγκη της βοήθειας κάποιου ειδικού.
Μια μορφή ελλιπούς φροντίδας είναι, όπως προαναφέρθηκε, όταν ο γονιός, για κάποιο λόγο, δεν μπορεί να ασκήσει το κύρος και τον ηγετικό του ρόλο στη σχέση του με το παιδί, αφήνοντάς τις ευθύνες αυτές στο ίδιο. Αυτό δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια αμυντική στάση που, μακροπρόθεσμα, δημιουργεί και μονιμοποιεί τόσο τα ατομικά όσο και τα οικογενειακά προβλήματα που ο γονιός ήλπιζε πως θα αποφύγει με την τακτική αυτή. Αυτή τη στάση τη χρησιμοποιούν, συνήθως, πολύ ευαίσθητοι και με μεγάλο ενδιαφέρον για τα παιδιά τους γονείς που σχεδόν ποτέ δεν θα προκαλούσαν κάποιο σοβαρό πρόβλημα στο παιδί τους, εάν αποφάσιζαν να ασκήσουν το κύρος και τον ηγετικό τους ρόλο.
Τα παιδιά, για να αισθάνονται ασφαλή, έχουν ανάγκη να νιώθουν πως έχουν δίπλα τους ένα γονιό που είναι πιο δυνατός, ανθεκτικός και αποτελεσματικός από αυτά. Εάν βιώνουν το γονιό τους ως αδύναμο, ευάλωτο και ανήμπορο να βάλει τα απαραίτητα όρια, όταν αυτό είναι αναγκαίο, αισθάνονται φόβο και ανασφάλεια, σε περίπτωση που χρειασθούν στήριξη. Έναν τέτοιο γονιό μπορεί να τον λυπούνται, να αισθάνονται θυμό για αυτόν, επειδή δεν είναι αυτός που θα ήθελαν, και να μην τον αναγάγουν ως πρότυπο προς μίμηση.
Επίλογος
Ως είδος, δεν θα είχαμε την παραμικρότερη πιθανότητα να επιβιώσουμε και να εξελιχθούμε, εάν δεν οργανωνόμασταν σε μικρότερες ή μεγαλύτερες ομάδες, κοινότητες ή κοινωνίες που να ηγούνται από κάποιον που να έχει έναν αρχηγικό ρόλο. Αυτό είναι μία ανάγκη που κάθε ομάδα αυθόρμητα εκφράζει, ανοιχτά ή σιωπηρά, αναδεικνύοντας πάντα κάποιο από τα μέλη της ως αρχηγό, ηγέτη, καθοδηγητή ή συντονιστή. Όπου κάτι τέτοιο δεν κατέστη δυνατό, ακολούθησε η παρακμή, οι έντονες εσωτερικές συγκρούσεις και, τελικά, η διάλυση.
Κάτι ανάλογο ισχύει και σε μια οικογένεια. Το καθοριστικό στοιχείο, στη νομοτέλεια αυτή, είναι ο τρόπος άσκησης αυτής της δύναμης/ισχύος που έχει ο εκάστοτε ηγέτης/γονιός. Αν αυτό γίνεται με τις προϋποθέσεις που περιγράψαμε παραπάνω, μέσα από μία σχέση ισοτιμίας και σεβασμού των αναγκών, των θέλω και της προσωπικότητας των άλλων, τότε τα μέλη της οικογένειας αυτής επικοινωνούν, απολαμβάνουν τη συνύπαρξη και εξελίσσονται ομαλά, χωρίς, όμως, η εξέλιξη του ενός να γίνεται τροχοπέδη για την εξέλιξη κάποιου άλλου/άλλων.
Dr. Σάββας Ν. Σαλπιστής, M.Sc, Ph.D.
Κλινικός Ψυχολόγος Πανεπιστημίου Στοκχόλμης ενηλίκων και παίδων
Διπλωματούχος Ψυχοθεραπευτής
Βασιλικού Ιατροχειρουργικού Ινστιτούτου Karolinska Στοκχόλμης
Για την υπηρεσία online ψυχολόγος (online συνεδρίες) κάντε κλικ ΕΔΩ
Για ραντεβού στο γραφείο του Σάββα Ν. Σαλπιστή Ph.D. κάντε κλικ ΕΔΩ
Ψυχολόγος Θεσσαλονίκη , Ψυχολόγοι Θεσσαλονίκη , Ψυχολόγος Θεσσαλονίκη κέντρο , Ψυχολόγοι Θεσσαλονίκη κέντρο , Ψυχολόγος Online , Ατομική ψυχοθεραπεία , Θεραπεία ζεύγους , Θεραπεία ζεύγους θεσσαλονίκη, Θεραπεία παιδιών και εφήβων , Συμβουλευτικές συνεδρίες Θεσσαλονίκη, Συμβουλευτικές συνεδρίες