Τηλεφωνο

Τηλέφωνο επικοινωνίας : 2310.23.45.87

Email

salpistis@i-psyxologos.gr

Διεύθυνση γραφείου

Διεύθυνση γραφείου: Πατριάρχου Ιωακείμ 10, Θεσσαλονίκη (κέντρο)

Η θνησιγένεια είναι μια πολύ οδυνηρή εμπειρία, πρωτίστως για τη γυναίκα, που προκαλεί πολύ έντονα αισθήματα θλίψης και ψυχικού πόνου. Είναι σημαντικό να επισημάνουμε πως σπάνια υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να γίνει ώστε να αποφευχθεί η έκβαση αυτή. Όταν ένα παιδί γεννιέται νεκρό, αυτό συχνότατα σημαίνει πως ο θάνατος συνέβη πριν από τον τοκετό που, συνήθως, ολοκληρώνεται με φυσιολογικό τρόπο.

 

Τι ορίζεται ως θνησιγένεια

Η θνησιγένεια σημαίνει πως το έμβρυο έχει πεθάνει μέσα στην κοιλιά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Σύμφωνα με τον Π.Ο.Υ., η θνησιγένεια σημαίνει πως έχουν προηγηθεί τουλάχιστον 28 πλήρεις εβδομάδες κύησης. Σε κάποιες χώρες το διάστημα αυτό είναι μικρότερο κατά μερικές εβδομάδες (π.χ. Σουηδία, 22 εβδομάδες). Εάν το διάστημα είναι μικρότερο αυτού που αναφέρει ο ορισμός, τότε μιλάμε για αποβολή. Κατά κανόνα, δεν υπάρχουν κάποιοι κίνδυνοι, εκ των προτέρων γνωστοί, για την εγκυμονούσα ούτε και κάποια προειδοποιητικά σημάδια. Ο κίνδυνος ενός τέτοιου θανάτου είναι μεγαλύτερος, κατά τη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων πριν από τον τοκετό.

Θνησιγένεια

 Αιτίες και παράγοντες κινδύνου του ενδομήτριου θανάτου

Είναι δύσκολο να καταδειχθεί με βεβαιότητα η αιτία θανάτου του παιδιού, παρόλο που τόσο το παιδί, ο πλακούντας με τον ομφάλιο λώρο όσο και η γυναίκα εξετάζονται πολύ προσεκτικά. Για ένα ποσοστό μεταξύ 10 και 20 %, δεν είναι δυνατόν να δοθεί κάποια εξήγηση για την αιτία που οδήγησε στο θάνατο του παιδιού. Ο συνηθέστερος παράγοντας κινδύνου, πάντως, θεωρείται πως είναι η ηλικία της μητέρας, σε συνδυασμό με το ότι πρόκειται για τον πρώτο της τοκετό.

Η συνηθέστερη αιτία είναι πως το έμβρυο δεν έλαβε επαρκή τροφή από τον πλακούντα. Τις περισσότερες φορές, κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί, ο υπέρηχος, όμως,  μπορεί να ανιχνεύσει την όποια επιβράδυνση της ανάπτυξης του εμβρύου.

Η πρόωρη αποκόλληση του πλακούντα και η προεκλαμψία μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να είναι η αιτία. Επίσης, δυσπλασίες, χρωμοσωμικές ανωμαλίες, μολύνσεις, κάποια ασθένεια της  μητέρας, διαταραχές του πηκτικού μηχανισμού (θρομβοφιλία), επιπλοκές του ομφάλιου λώρου ή μιας δίδυμης κύησης είναι μεταξύ των συνηθέστερων εξηγήσεων. Για το 25% περίπου των περιπτώσεων, η αιτία θανάτου παραμένει άγνωστη.

Αν και οι παράγοντες κινδύνου είναι συχνά άγνωστοι, παρόλ΄αυτά, υπάρχουν. Ο κίνδυνος εμβρυϊκού θανάτου σε κυήσεις με καθυστέρηση της ανάπτυξης είναι αυξημένος, εάν η μητέρα έχει ηλικία μεγαλύτερη των 35 ετών, σε περίπτωση υπερβολικού σωματικού βάρους/παχυσαρκίας, προηγούμενης θνησιγένειας, καισαρικής τομής ή προηγούμενων πολλών γεννήσεων, άσχημων κοινωνικοοικονομικών συνθηκών, χαμηλής εκπαίδευσης, καπνίσματος και χρήσης ουσιών. Ο διαβήτης και η υψηλή αρτηριακή πίεση είναι, επίσης, καταστάσεις που συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο ενδομήτριου θανάτου.

Για τους επαγγελματίες υγείας, η κοινοποίηση των παραγόντων κινδύνου και των πιθανών αιτιών, που σχετίζονται με το θάνατο του παιδιού, στους γονείς, χωρίς αυτοί να ενοχοποιηθούν, αποτελεί πρόκληση.

Ενδομήτριος θάνατος

Θεωρία συναισθηματικού δεσμού ή προσκόλλησης

Για την καλύτερη περιγραφή και κατανόηση του πόσο έντονη και σημαντική είναι η εμπειρία μιας γυναίκας που γεννά ένα νεκρό παιδί, έχει ιδιαίτερη σημασία να την εξετάσουμε με βάση τη θεωρία του συναισθηματικού δεσμού και της πρώιμης προσκόλλησης ανάμεσα σε γονιό και έμβρυο.

Η θεωρία συναισθηματικού δεσμού ή προσκόλλησης του John Bowlby περιγράφει εκείνη τη συμπεριφορά του νεογέννητου παιδιού που αποσκοπεί στη δημιουργία της άκρως καθοριστικής για τη ζωή του σχέσης με τους γονείς του και κυρίως τη μητέρα που το φροντίζει. Τα νεογέννητα παιδιά έρχονται στον κόσμο παντελώς ανήμπορα και, ως εκ τούτου, εξαρτημένα από μια συμπεριφορά προσκόλλησης για την επιβίωσή τους. Σχέση και εγγύτητα σημαίνουν επιβίωση, ενώ, αντίθετα, αποχωρισμός σημαίνει καταστροφή. Αυτό αποτελεί ίσως την πιο θεμελιακή αρχή που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη ύπαρξη. Η συμπεριφορά του παιδιού ενεργοποιεί στους γονείς μια συμπεριφορά φροντίδας που είναι ενστικτώδης και, με τον τρόπο αυτόν, διασφαλίζει την επιβίωση του νεογέννητου. Η σχέση προσκόλλησης, λοιπόν, θα μπορούσε να περιγραφεί ως ένας ισχυρός συναισθηματικός δεσμός ανάμεσα σε δύο άτομα, για παράδειγμα, ανάμεσα σε μητέρα και παιδί και δεν αφορά απλά στην ικανοποίηση των διαφόρων βιολογικών αναγκών, αλλά κυρίως στην ικανοποίηση ψυχολογικών αναγκών, όπως του αισθήματος ασφάλειας και εγγύτητας με ένα άλλο άτομο.

Ο προγεννητικός συναισθηματικός δεσμός, δηλαδή ο συναισθηματικός δεσμός που αναπτύσσεται, πριν από τη γέννηση του παιδιού, βοηθά τους γονείς να προετοιμαστούν συναισθηματικά ώστε να δώσουν προτεραιότητα στις ανάγκες ενός άλλου ατόμου, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα τις δικές τους. Στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ισχυροποιείται ο συναισθηματικός δεσμός ανάμεσα στο έμβρυο και τους γονείς του, δίνοντας στους γονείς την αίσθηση πως το παιδί αυτό είναι μοναδικό και δικό τους.

Η σχέση συναισθηματικού δεσμού είναι μια δυναμική και δια βίου διεργασία που ξεκινά από το πρώτο διάστημα της εγκυμοσύνης. Γίνεται εντονότερη κατά τη διάρκεια του τοκετού, φθάνοντας στο απόγειό της στη διάρκεια του πρώτου χρόνου της ζωής του παιδιού. Η σχέση της γυναίκας με το αγέννητο ακόμα παιδί της την προετοιμάζει για τον μελλοντικό της ρόλο ως φροντιστή του. Μία γυναίκα που βίωσε μία ασφαλή και γεμάτη από αγάπη σχέση με τη δική της μητέρα, είναι πολύ ευκολότερο να αναπτύξει μια σχέση δεσμού με το έμβρυό της. Η σχέση αυτή καθορίζεται από την κατάσταση της ζωής της, την προσωπική της ιστορία, την ποιότητα των παιδικών της χρόνων, καθώς και από τον τρόπο που βιώνει την εγκυμοσύνη της.

Στη διάρκεια του πρώτου καιρού της εγκυμοσύνης της, η γυναίκα εξοικειώνεται με τη σκέψη πως κυοφορεί και πως σε λίγο καιρό θα γίνει μητέρα. Κατά την πορεία της εγκυμοσύνης της, πολλαπλασιάζονται οι φαντασιώσεις της γύρω από το παιδί. Οι κινήσεις του εμβρύου και το σχήμα που αφορά στο πότε κοιμάται ή βρίσκεται σε εγρήγορση βοηθούν τη γυναίκα να γνωρίσει καλύτερα το παιδί της. Οι φαντασιώσεις της για την προσωπικότητα, την εμφάνιση, το φύλο και το μέλλον του παιδιού αποτελούν πρώιμες εκφράσεις της σχέσης συναισθηματικού δεσμού της γυναίκας με το παιδί της.

 

Σχέση συναισθηματικού δεσμού και ενδομήτριου θανάτου

Ο ενδομήτριος θάνατος είναι μεγάλη τραγωδία, κυρίως για τους γονείς, αλλά και για τα άλλα παιδιά που τυχόν υπάρχουν, όπως και για  τον άμεσο οικογενειακό περίγυρο. Μέσα σε λίγα λεπτά, ανατρέπονται όλα τα δεδομένα της ζωής τους και η χαρά του ερχομού του αναμενόμενου παιδιού μετατρέπεται σε απόγνωση και πόνο. Οι γονείς έχουν συνδεθεί ψυχικά με το παιδί τους, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, και έχουν αρχίσει να το γνωρίζουν.

Η θλίψη και τα αισθήματα που ενεργοποιούνται, με αφορμή το θάνατο του παιδιού, δεν μπορούν να συγκριθούν αυτά που συνδέονται με την απώλεια ενός ενήλικου ατόμου. Ο ενδομήτριος θάνατος συμπεριλαμβάνει τρεις μεγάλες απώλειες. Οι γονείς χάνουν ένα μέλλον που ονειρεύτηκαν και άρχισαν να σχεδιάζουν. Χάνουν την ταυτότητα του γονιού του παιδιού που επρόκειτο να γεννηθεί, και, τέλος, νιώθουν πως χάνουν, επίσης, και τον έλεγχο της ζωής τους, από τη στιγμή που ένα τέτοιο γεγονός συμβαίνει, συνήθως, ξαφνικά και απρόσμενα.

Πρόωρος τοκετός

Τι συμβαίνει μετά από τη γέννηση ενός νεκρού παιδιού.

Πριν από 40-50 περίπου χρόνια, η συμβατική φροντίδα μιας γυναίκας που γεννούσε ένα νεκρό παιδί αποσκοπούσε στην προστασία της από οποιαδήποτε επαφή με το νεκρό παιδί, θεωρώντας πως, με τον τρόπο αυτόν, θα μπορέσει να διαχειριστεί καλύτερα τη θλίψη της. Συχνά, οι γονείς δεν μάθαιναν καν το φύλο του παιδιού τους. Ανάλογη ήταν και η στάση του περίγυρου. Το σκεπτικό πίσω από αυτήν την πρακτική ήταν να αποτραπεί η οποιαδήποτε σχέση δεσμού ανάμεσα στους γονείς και το νεκρό παιδί τους και, με τον τρόπο αυτόν, να μπορέσουν να ξεπεράσουν ευκολότερα το πένθος τους.

Τις τελευταίες δεκαετίες, όμως, οι νοσοκομειακές πρακτικές διεθνώς, μετά από μια θνησιγένεια, έχουν αρχίσει να αλλάζουν, πράγμα που έχει οδηγήσει στην έναρξη μιας συζήτησης σχετικά με τη σημασία που έχει για μια μητέρα να δει και να κρατήσει στην αγκαλιά της το νεκρό παιδί της. Θεωρήθηκε πως η παράβλεψη ενός τόσο σημαντικού γεγονότος θα μπορούσε να δυσχεράνει ή ακόμα και να ακυρώσει τη διεργασία πένθους της γυναίκας, προκαλώντας της άγχος και κατάθλιψη, στη συνέχεια. Για το λόγο αυτό, η ψυχοκοινωνική διαχείριση αυτού του γεγονότος άρχισε να αλλάζει σιγά-σιγά, δίνοντας έμφαση στην υποστήριξη της μητέρας και στο να της δοθεί η δυνατότητα δει και να κρατήσει στην αγκαλιά της το παιδί της, να κρατήσει διάφορα αναμνηστικά που έχουν σχέση με αυτό, να τραβήξει φωτογραφίες, να εμπλέξει, αν το επιθυμεί, αδέρφια και άλλα μέλη της οικογένειας και επίσης να διατυπώσει ειδικές οδηγίες ή επιθυμίες προς το προσωπικό του νοσοκομείου.

Όπως είναι φυσικό, προέκυψε μια διαφωνία μεταξύ των ερευνητών σχετικά με αυτά τα ευαίσθητα ζητήματα, όπως, για παράδειγμα, τη σημασία του να δει και να κρατήσει στην αγκαλιά της η μητέρα το νεκρό της παιδί. Η διαφωνία μπορεί να είναι αποτέλεσμα μεγάλων διαφορών στο σχεδιασμό της μελέτης, των χρονικών περιόδων που έχουν παρέλθει από τη στιγμή της απώλειας, των μέτρων που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση του πένθους και των ορισμών των εβδομάδων κύησης, μετά τις οποίες ένα έμβρυο ταξινομείται ως παιδί.

Παρά τις προσπάθειες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (Π.Ο.Υ.) να εισαγάγει κοινούς ορισμούς, εξακολουθεί να υπάρχει διεθνής διαφοροποίηση στη μέτρηση της περιγεννητικής θνησιμότητας. Ως εκ τούτου, οι συγκρίσεις της περιγεννητικής θνησιμότητας, που λαμβάνονται από στατιστικές καταγραφής, μπορούν να γίνουν με διαφορετικούς τρόπους και να έχουν διαφορετικά αποτελέσματα.

Ο αριθμός των ετήσιων θανάτων πριν από τη γέννηση είναι απαράδεκτα υψηλός και σχεδόν αμετάβλητος τα τελευταία 20 χρόνια. Κάθε χρόνο, υπολογίζεται ότι περίπου 2,6 εκατομμύρια παιδιά στον κόσμο πεθαίνουν πριν γεννηθούν. Περίπου το 98% από αυτά γεννιούνται σε χώρες χαμηλού έως μετρίου εισοδήματος.

 

Συνέπειες του πένθους

Η γέννηση ενός νεκρού παιδιού είναι μια ιδιαίτερα δύσκολη εμπειρία γιατί είναι ένα μη αναμενόμενο γεγονός  και σπάνια υπάρχει η δυνατότητα της οποιασδήποτε πρόβλεψης ή προετοιμασίας. Οι επιπτώσεις μιας τέτοιου είδους απώλειας μπορεί να είναι τόσο ψυχολογικές όσο και σωματικές.

Ένα πένθος, όπως και ορισμένες ιδιαίτερα χαρούμενες κι ευτυχισμένες στιγμές μας, είναι μία ψυχική κατάσταση  που, όταν αφορά στην απώλεια ενός σημαντικού μας προσώπου, τα όποια συναισθήματα σχετίζονται με αυτήν συνεχίζουν να υπάρχουν με κάποιον τρόπο εντός μας σε όλη τη διάρκεια της ζωής. Στην αρχή, τα συναισθήματα αυτά είναι συχνά πολύ επώδυνα και, στη συνέχεια, επανέρχονται κατά καιρούς με μικρότερη, συνήθως, ένταση και διάρκεια.

Η οξεία θλίψη είναι ένα σύνδρομο που μπορεί να εμφανιστεί άμεσα, καθυστερημένα, με υπερβολικό τρόπο ή χωρίς την παραμικρή αντίδραση. Κάποια άτομα, όμως, μπορεί να εκδηλώσουν αυτό που ονομάζεται «Σύνδρομο χρόνιας θλίψης». Τα άτομα αυτά δείχνουν να μην έχουν την παραμικρή δυνατότητα ελέγχου της θλίψης τους. Αντίθετα, ο  θρήνος τους ξεκινά με έντονο τρόπο ευθύς εξαρχής δίχως να φαίνεται πως έχει κάποιο τέλος.

Νεκρό έμβρυο

Η πορεία της διεργασίας πένθους

Σε διαφορετικές στιγμές, κατά τη διάρκεια της πορείας του πένθους ενός ατόμου, τρεις βασικοί παράγοντες επηρεάζουν τη διεργασία του: α. η ανάγκη να κλάψει, β. η ανάγκη ελέγχου του θρήνου και γ. η ανάγκη για αλλαγή.

Η πορεία της διεργασίας του πένθους συμπεριλαμβάνει τις εξής  τέσσερις φάσεις:

  1. Σοκ, μούδιασμα και, μερικές φορές, άρνηση: η φάση αυτή εμφανίζεται αμέσως μετά από την απώλεια. Το μούδιασμα και η άρνηση αποτελούν έναν αμυντικό μηχανισμό του ατόμου που αποσκοπεί στο να μην καταρρεύσει συναισθηματικά, όταν ακόμα δεν είναι έτοιμο να αποδεχθεί την απώλεια αυτή.

 

  1. Λαχτάρα και αναζήτηση του ατόμου που χάθηκε ώστε να καλυφθεί το κενό που άφησε πίσω του. Στη διάρκεια της φάσης αυτής, υπάρχουν έντονα αισθήματα άγχους, θυμού, θρήνου, έγνοιας και σύγχυσης τα οποία μπορεί να επηρεάσουν φυσιολογικές λειτουργίες, όπως αυτές της διατροφής και του ύπνου, και να προκαλέσουν αισθήματα ευερεθιστότητας και κατάθλιψης.

 

  1. Αποδιοργάνωση και απόγνωση: στη διάρκεια της φάσης αυτής, το άτομο που πενθεί σκέφτεται ξανά και ξανά το συμβάν και συχνά αποσύρεται από σχέσεις και δραστηριότητες που του έδιναν ευχαρίστηση προηγουμένως. Η ολοένα και μεγαλύτερη αποδοχή της απώλειας μειώνουν την ένταση των αισθημάτων αναζήτησης και λαχτάρας για το αγαπημένο πρόσωπο που δεν υπάρχει πια, και τη θέση τους καταλαμβάνουν αισθήματα απάθειας, οργής, απόγνωσης, ανημπόριας, καθώς και συνεχή ερωτήματα.

 

  1. Αναδιοργάνωση και ανάκαμψη: σε αυτήν την τελική φάση, το άτομο που πενθεί αρχίζει να επανέρχεται σε μια νέα κατάσταση «κανονικότητας». Η όποια τυχόν απώλεια σωματικού βάρους υπήρξε, κατά τη διάρκεια της έντονης διεργασίας του πένθους, σταδιακά αποκαθίσταται, τα επίπεδα ενέργειας του ατόμου αυξάνονται, η δε διάθεση για ευχάριστες δραστηριότητες επανέρχεται, αν και τα αισθήματα λύπης συχνά επανεμφανίζονται στις διάφορες σημαδιακές ημερομηνίες (θανάτου, ονομαστικής εορτής, γενεθλίων κ.τ.λ.). Το πένθος δεν τελειώνει ποτέ, αλλά οι λυπημένες σκέψεις, όπως και η απόγνωση, ελαττώνονται με τον καιρό, ενώ οι πιο ευχάριστες αναμνήσεις για το άτομο που πέθανε αρχίζουν να υπερτερούν των οδυνηρών.

 

Είναι σημαντικό να αναφερθεί πως  ο καθένας πενθεί με το δικό του προσωπικό τρόπο και, ως εκ τούτου, δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ή συγκεκριμένη αλληλουχία στη διάρκεια των οποίων το άτομο ολοκληρώνει τη διεργασία του πένθους του. Πισωγυρίσματα στη διάθεση υπάρχουν σχεδόν πάντα. Ορισμένα άτομα δεν εκφράζουν τη θλίψη τους το ίδιο έντονα όπως κάποια άλλα, πράγμα που παλαιότερα ερμηνεύονταν ως σημάδι μιας προβληματικής διεργασίας πένθους. Στη συνέχεια, αποδείχθηκε πως αυτό δεν ήταν παρά ένδειξη μιας ικανότητας προσαρμογής και δυνατότητας του ατόμου να βιώνει θετικά συναισθήματα, στη διάρκεια του πένθους του.

Για κάποιους, το πένθος μπορεί να προσλάβει μια χρόνια μορφή, που να διαρκέσει αρκετά χρόνια, πριν αρχίσουν να διαφαίνονται κάποια σημάδια μιας πιο ήπιας εκδήλωσής του. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να εμφανιστεί και μια χρόνια κατάθλιψη που, όμως, συνυπάρχει συνήθως μαζί με άλλους επιβαρυντικούς παράγοντες. Η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου απλά επιβαρύνει ακόμα περισσότερο.

Η θνησιγένεια, εκτός από την πολύ έντονη ψυχική οδύνη που  προκαλεί, συνιστά και μια σοβαρή δοκιμασία για τη σχέση του ζεύγους. Στην περίπτωση αυτή, και οι δύο γονείς χρειάζονται την υποστήριξη κάποιου ειδικού ώστε να διαχειριστούν τη θλίψη τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Θάνατος εμβρύου

Επίλογος

Ο ενδομήτριος θάνατος δεν σημαίνει μόνο την απώλεια μιας ζωής, αλλά και τη στέρηση από τους γονείς μιας γλυκιάς προσμονής και χαράς που βίωναν στη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Η χαρά αυτή αντικαθίσταται βίαια από μια πολύ βαθιά λύπη και έναν αναγκαστικό αποχαιρετισμό, τόσο από το ίδιο τους το παιδί όσο και από το μέλλον που με τόση λαχτάρα σχεδίαζαν.

Το πένθος χρειάζεται χρόνο και πολύ χώρο, τον οποίο δεν θα πρέπει να μειώνουμε. Αυτός που έχει χάσει ένα παιδί έχει το δικαίωμα να είναι θυμωμένος και συχνά νιώθει ένοχα. Θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να μιλήσει για τα αισθήματα αυτά.

Τα παιδιά που γεννιούνται νεκρά μπορούν να προκαλέσουν μια άκρα του τάφου σιωπή στον άμεσο περίγυρο της οικογένειας. Υπάρχουν φίλοι που απομακρύνονται, ακόμα και το προσωπικό του νοσοκομείου μπορεί να κάνει πίσω. Στην περίπτωση αυτή, δημιουργείται μια, όπως αποκαλείται, «συνομωσία της σιωπής», η οποία είναι συχνά αποτέλεσμα μιας κακώς εννοούμενης κατανόησης που κάνει τους γονείς να νιώθουν μόνοι, αντί να έχουν τη βοήθεια που χρειάζονται από τον κοινωνικό τους περίγυρο.

Ο ενδομήτριος θάνατος αποτελεί μια άκρως επώδυνη ψυχική κατάσταση για τους γονείς που είναι συνηθέστατα απροετοίμαστοι για μια τέτοια εμπειρία. Ως εκ τούτου, η στήριξη του νοσηλευτικού και ιατρικού προσωπικού προς τους γονείς έχει ιδιαίτερη σημασία. Μια στάση που να αποπνέει κατανόηση, ζεστασιά και σεβασμό προς τα συναισθήματά τους είναι πάντα καλοδεχούμενη και βοηθά πολύ. Οι γονείς χρειάζονται πληροφόρηση, χρήσιμες συμβουλές και στήριξη σε κάθε βήμα της συνάντησης με το νεκρό τους παιδί.

Νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό, στενοί φίλοι και συγγενείς θα πρέπει να γνωρίζουν πως η διεργασία πένθους των γονιών διαρκεί μεγάλο χρονικό διάστημα, άρα το ίδιο και η στήριξη που θα πρέπει να δώσουν. Ο περίγυρος θα πρέπει, επίσης, να γνωρίζει πως μερικές φορές οι γονείς χρειάζονται βοήθεια ώστε να νιώσουν πως έχουν δικαίωμα και πως τους επιτρέπεται να πενθήσουν.

 

Dr. Σάββας Ν. Σαλπιστής, M.Sc., Ph.D.

Κλινικός Ψυχολόγος Πανεπιστημίου Στοκχόλμης   ενηλίκων και παίδων

Διπλωματούχος Ψυχοθεραπευτής

Βασιλικού Ιατροχειρουργικού Ινστιτούτου Karolinska Στοκχόλμης

Για την υπηρεσία online ψυχολόγος (online συνεδρίες) κάντε κλικ ΕΔΩ

Για ραντεβού στο γραφείο του Σάββα Ν. Σαλπιστή Ph.D. κάντε κλικ ΕΔΩ

 

 

 

Προτεινόμενα άθρα

Leave A Comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *