Share the post "Ψυχικό τραύμα: Παράδοξη Ανάγκη να Πονάς – γιατί το επαναλαμβάνουμε"
Η αόρατη νοσταλγία του τραύματος
Στην καρδιά πολλών δυσλειτουργικών σχέσεων, κρύβεται ένα παράδοξο: ο πόνος που δεν αντέχουμε είναι και ο πόνος που επαναλαμβάνουμε. Δεν είναι ότι απολαμβάνουμε τη δυστυχία, αλλά ότι κάτι μέσα μας την αναγνωρίζει ως “σπίτι”. Ο ψυχισμός, όταν έχει διαμορφωθεί μέσα σε συναισθηματικά τραυματικές εμπειρίες, δεν αναζητά απλώς την ευτυχία. Αναζητά την οικειότητα. Και αν αυτή η οικειότητα είναι συνδεδεμένη με την απόρριψη, την αγωνία ή την παραμέληση, τότε αυτά τα στοιχεία γίνονται ασυνείδητα κριτήρια επιλογής.
Παιδιά που μεγάλωσαν σε περιβάλλοντα όπου η αγάπη ήταν ασταθής ή υπό όρους, συχνά εσωτερικεύουν την ιδέα ότι πρέπει να προσπαθούν σκληρά για να νιώσουν πως αξίζουν. Έτσι, στην ενήλικη ζωή, μπορεί να ελκύονται από σχέσεις που απαιτούν συνεχή προσπάθεια, συμβιβασμό ή υποχώρηση. Όχι επειδή τους αρέσει να υποφέρουν, αλλά επειδή αυτή η συνθήκη τους είναι πολύ οικεία. Και το οικείο, όσο επώδυνο κι αν είναι, προσφέρει μια παράξενη αίσθηση ασφάλειας.
Ένα συχνό παράδειγμα είναι εκείνοι που ερωτεύονται ανθρώπους συναισθηματικά απόμακρους. Αν και δηλώνουν πως θέλουν εγγύτητα, επιλέγουν διαρκώς άτομα που δεν μπορούν να τους τη δώσουν. Κι όταν νιώσουν την απόσταση, ενεργοποιείται ο παλιός μηχανισμός: να κάνουν τα πάντα για να κερδίσουν την προσοχή. Όχι επειδή ο άλλος αξίζει αυτή την προσπάθεια, αλλά γιατί η επανάληψη αυτού του μοτίβου προσφέρει μια αίσθηση ελέγχου. Αν καταφέρουν να αλλάξουν το τέλος της ιστορίας, ίσως και να επουλώσουν το παρελθόν.
Αυτό που δεν βλέπουμε είναι ότι, στην προσπάθεια να επαναλάβουμε το τραύμα για να το γιατρέψουμε, στην ουσία, το αναπαράγουμε. Και κάθε νέα απογοήτευση δεν είναι απλώς μια προσωπική αποτυχία, αλλά ένα ακόμη κεφάλαιο στην αφήγηση του παλιού μας τραύματος. Η απελευθέρωση ξεκινά από την αναγνώριση ότι αυτό που φαίνεται οικείο δεν είναι πάντα ασφαλές. Και ότι η αγάπη δεν χρειάζεται να πονά για να είναι αληθινή.
Ψυχικό τραύμα
Το τραύμα ως οικειότητα – Γιατί μας ελκύει αυτό που μας πλήγωσε
Όταν κάποιος έχει μεγαλώσει μέσα σε περιβάλλον συναισθηματικής ανασφάλειας, όπου οι σχέσεις ήταν απρόβλεπτες, απορριπτικές ή χειριστικές, διαμορφώνει μια εσωτερική «πυξίδα σχέσεων» βασισμένη σε αυτό το μοντέλο. Η ψυχή, για λόγους επιβίωσης, μαθαίνει να θεωρεί αυτή την εμπειρία φυσιολογική. Και όταν αργότερα στη ζωή του βρεθεί μπροστά σε έναν σύντροφο που του φέρεται με έναν παρόμοιο, τραυματικό τρόπο, κάτι βαθιά μέσα του αισθάνεται… οικεία. Όχι ασφαλής, αλλά οικεία.
Αυτή η οικειότητα είναι παραπλανητική. Δεν βασίζεται στην αγάπη ή στη φροντίδα, αλλά στην αναβίωση του γνωστού πόνου. Η ψυχή δεν επιζητά απαραίτητα αυτό που είναι καλό γι’ αυτήν – επιζητά αυτό που της είναι γνώριμο, οικείο. Η ασφάλεια, όταν δεν έχει βιωθεί, μπορεί να φαίνεται αφύσικη, ακόμη και απειλητική. Και έτσι, οι άνθρωποι μπορεί να απορρίψουν υποσυνείδητα μια υγιή σχέση, θεωρώντας την «βαρετή» ή «χλιαρή», ενώ έλκονται από δυναμικές που περιέχουν ένταση, απόσταση, αποδοκιμασία – όλα όσα συνθέτουν το τραύμα που γνωρίζουν.
Ένα παράδειγμα είναι μια γυναίκα που μεγάλωσε με έναν πατέρα αυστηρό, απόμακρο, και εσωτερικά απρόσιτο. Ως ενήλικη, συχνά ερωτεύεται άνδρες που δείχνουν ψυχροί ή αδιάφοροι – όχι επειδή της αρέσει να πονά, αλλά γιατί αυτό της είναι οικείο. Η προσπάθεια να «κερδίσει» την προσοχή τους αναπαράγει το παιδικό της μοτίβο: να αποδείξει την αξία της, μπας και εισπράξει λίγη αγάπη.
Η παγίδα βρίσκεται στο ότι ο άνθρωπος, στην ενήλικη ζωή του, συχνά δεν αναγνωρίζει αυτή τη δυναμική. Νομίζει πως είναι απλή έλξη, πάθος, ή «χημεία». Όμως στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια ασυνείδητη επανεπένδυση σε σχέσεις που του θυμίζουν την παλιά του πληγή. Η ψυχική δομή του ζητά διόρθωση μέσα από επανάληψη, ελπίζοντας ασυνείδητα πως αυτή τη φορά το αποτέλεσμα θα είναι διαφορετικό.
Η τραγική ειρωνεία είναι πως όσο περισσότερο αναζητούμε να αλλάξουμε το παρελθόν μέσω των ίδιων μοτίβων, τόσο περισσότερο το αναπαράγουμε. Το γνώριμο τραύμα μας τραβάει σαν μαγνήτης – όχι γιατί είναι ευχάριστο, αλλά γιατί η ψυχή προσπαθεί, απελπισμένα, να ξαναγράψει την ιστορία με το ίδιο, δυσλειτουργικό μελάνι, ελπίζοντας κάθε φορά σε ένα «happy end»
Το εσωτερικό παιδί που ζητά δικαίωση – Όταν ο πόνος γίνεται ταυτότητα
Στην καρδιά της επανάληψης του τραύματος βρίσκεται το εσωτερικό παιδί – εκείνο το παλιό, ανυπεράσπιστο κομμάτι μας που δεν έλαβε ποτέ αυτό που είχε ανάγκη. Αυτό το παιδί δεν ξεχνά. Δεν σβήνεται με τον χρόνο. Κουβαλά μέσα του όλα τα ανείπωτα: τις προσδοκίες που προδόθηκαν, την αγάπη που δεν ήρθε, τη φροντίδα που ποτέ δεν του προσφέρθηκε. Και σε πολλές περιπτώσεις, αυτό το παιδί είναι που αναλαμβάνει ασυνείδητα να διαχειρίζεται τις σχέσεις μας.
Όταν πληγωνόμαστε ξανά και ξανά με τον ίδιο τρόπο, δεν είναι απλώς θέμα ατυχίας ή κακής κρίσης. Είναι, πολύ συχνά, η φωνή του εσωτερικού παιδιού που αναζητά δικαίωση: «Αν βρω κάποιον που μοιάζει με εκείνον που με πλήγωσε, αλλά αυτή τη φορά με αγαπήσει… τότε ίσως όλα γιατρευτούν». Είναι μια άτυπη συμφωνία με το παρελθόν. Μια τελευταία ελπίδα ότι κάτι μπορεί να αλλάξει, έστω και καθυστερημένα.
Αυτή η δυναμική μπορεί να εκδηλωθεί με διάφορους τρόπους: κάποιος που συνεχώς συνδέεται με επικριτικούς συντρόφους, σαν να προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του ότι αυτή τη φορά θα είναι αρκετά καλός. Ή κάποια που ανέχεται την απόρριψη, ελπίζοντας ότι αυτή τη φορά ο άλλος θα μείνει. Η επανάληψη, λοιπόν, δεν γίνεται επειδή δεν καταλαβαίνουμε τι μας πληγώνει, αλλά επειδή βαθιά μέσα μας θέλουμε να το ξεπεράσουμε, να το διορθώσουμε. Αντί, όμως, να στραφούμε προς τα μέσα, στρεφόμαστε ξανά σε λάθος κατευθύνσεις.
Η πρόκληση εδώ είναι ότι το εσωτερικό παιδί δεν χρειάζεται νέα πληγή για να γιατρευτεί. Χρειάζεται κάποιον να το ακούσει, να το νιώσει, να του δώσει χώρο. Κι αυτός ο κάποιος δεν μπορεί να είναι άλλος από τον ενήλικα εαυτό μας. Η λύτρωση δεν έρχεται από εκείνον που μας πλήγωσε, ούτε από κάποιον νέο σωτήρα. Έρχεται από την πράξη της εσωτερικής συμφιλίωσης — όταν το παλιό παιδί μέσα μας νιώσει επιτέλους ότι δεν είναι μόνο του.
Κακοποίηση
Η αυταπάτη της επανόρθωσης – Όταν το γνώριμο μοιάζει με λύτρωση
Ένα από τα πιο ύπουλα μονοπάτια μέσω των οποίων επαναλαμβάνεται το τραύμα είναι η αυταπάτη της επανόρθωσης. Πολλοί άνθρωποι επιλέγουν –ασυνείδητα– σχέσεις που θυμίζουν το τραυματικό τους παρελθόν, με την ελπίδα ότι αυτή τη φορά τα πράγματα θα εξελιχθούν αλλιώς. Αυτή η προσδοκία μοιάζει με ένα ψυχικό στοίχημα: «Αν μπορέσω να “κερδίσω” την αποδοχή αυτού του δύσκολου, ψυχρού ή επικριτικού προσώπου, τότε θα αποδείξω ότι άξιζα πάντα την αγάπη».
Η ανάγκη αυτή δεν είναι παράλογη. Είναι η ελπίδα ενός τραυματισμένου ψυχισμού να πάρει, επιτέλους, αυτό που κάποτε του αρνήθηκαν: τη φροντίδα, την επιβεβαίωση, την αίσθηση ότι είναι επαρκής. Όμως, το πρόβλημα είναι ότι, όταν κάποιος έχει ζήσει απόρριψη, αδιαφορία ή χειρισμό από σημαντικές φιγούρες του παρελθόντος, κινδυνεύει να ταυτίσει την αγάπη με αυτά τα πρότυπα. Έτσι, οι επιλογές του δεν καθοδηγούνται από το τι είναι καλό γι’ αυτόν, αλλά από το τι του φαίνεται οικείο, έστω κι αν αυτό είναι και οδυνηρό.
Για παράδειγμα, μια γυναίκα που μεγάλωσε με έναν ψυχρό, απόμακρο πατέρα, μπορεί να έλκεται διαρκώς από άνδρες που είναι συναισθηματικά μη διαθέσιμοι. Όχι επειδή δεν αναγνωρίζει τον πόνο που της προκαλούν, αλλά επειδή, βαθιά μέσα της, πιστεύει ότι αν ένας τέτοιος άνδρας τελικά την επιλέξει και μείνει μαζί της, θα αποκατασταθεί η αίσθηση αξίας της. Σαν να λέει: «Αν αυτός, που είναι τόσο δύσκολος, με αγαπήσει, τότε πράγματι αξίζω».
Η ψυχοδυναμική θεώρηση βλέπει αυτό το μοτίβο ως προσπάθεια ψυχικής επανόρθωσης. Ωστόσο, το τραύμα δεν θεραπεύεται αναπαράγοντάς το, όσο κι αν το ελπίζουμε. Η επανόρθωση δεν μπορεί να προκύψει μέσα από τις ίδιες συνθήκες που μας πλήγωσαν, αλλά από νέες εμπειρίες – ασφαλείς, τρυφερές, διαφορετικές. Η πραγματική λύτρωση δεν είναι να πείσουμε τον “λάθος” άνθρωπο να μείνει, αλλά να μάθουμε ότι αξίζουμε κάποιον που δεν χρειάζεται να πειστεί.
Παιδικό τραύμα
Η εσωτερική αναπαράσταση του πόνου – Όταν ο τραυματικός δεσμός γίνεται ταυτότητα
Ο πιο ύπουλος τρόπος που το παλιό τραύμα ριζώνει μέσα μας δεν είναι μόνο μέσω των αναμνήσεων ή των αναπαραστάσεων του παρελθόντος. Είναι όταν γίνεται μέρος της ταυτότητάς μας. Όταν, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, οι εμπειρίες εγκατάλειψης, απόρριψης ή παραμέλησης γίνονται ο φακός μέσα από τον οποίο βλέπουμε τον εαυτό μας, τον κόσμο και τις σχέσεις.
Η ψυχή δεν ξεχνά εύκολα αυτό που την πόνεσε βαθιά. Αν ένα παιδί μεγάλωσε νιώθοντας ότι δεν ήταν ποτέ αρκετό, ότι έπρεπε να προσπαθεί συνεχώς για να αξίζει να πάρει αγάπη, τότε ενδέχεται ως ενήλικας να έχει εσωτερικεύσει αυτή την αίσθηση. Όχι πια ως ανάμνηση, αλλά ως βεβαιότητα: «Δεν είμαι αρκετός». Αυτή η πεποίθηση δεν εκφράζεται πάντοτε ρητά, αλλά διαμορφώνει κάθε απόφαση, κάθε φόβο, κάθε επιλογή συντρόφου.
Για παράδειγμα, ένας άνδρας που είχε μητέρα υπερβολικά επικριτική, μπορεί ως ενήλικας να επιλέγει συντρόφους που συνεχώς τον μειώνουν ή τον υποτιμούν. Όχι επειδή του αρέσει αυτό, αλλά επειδή αυτή η δυναμική του είναι γνώριμη. Είναι, άθελά του, η συναισθηματική του πατρίδα. Και όσο ο εσωτερικός του διάλογος βασίζεται στο σενάριο της ανεπάρκειας, θα συνεχίζει να αναζητά σχέσεις που το επιβεβαιώνουν.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, η επανάληψη του τραύματος δεν είναι επιλογή. Είναι σχεδόν αναγκαιότητα. Η ψυχοδυναμική θεωρία μιλάει για την «εσωτερική αναπαράσταση του αντικειμένου», δηλαδή την εσωτερική εικόνα που έχει κανείς για τον Άλλον και για τον Εαυτό μέσα στη σχέση. Όταν αυτές οι εικόνες είναι τραυματικές, τότε ακόμη και οι πιο υγιείς σχέσεις μπορεί να προκαλέσουν άγχος ή απόρριψη — γιατί απλώς δεν ταιριάζουν με τον γνωστό, πονεμένο εαυτό.
Το πρώτο βήμα της αλλαγής είναι η αναγνώριση: να καταλάβουμε ότι δεν είμαστε οι σκέψεις μας, ούτε οι παλιές μας πληγές. Ότι μπορούμε να ξαναγράψουμε το εσωτερικό μας αφήγημα. Όχι μέσα από άλλους, αλλά μέσα από μια νέα σχέση με τον εαυτό μας.
Η συναισθηματική απόσχιση – Όταν ο εαυτός παγώνει για να αντέξει
Ένας από τους λιγότερο ορατούς, αλλά πιο βαθιά ριζωμένους μηχανισμούς άμυνας απέναντι στο παλιό τραύμα είναι η συναισθηματική απόσχιση (emotional detachment). Δεν είναι το ίδιο με την αδιαφορία. Είναι το πάγωμα της ψυχής, η απουσία εσωτερικής εμπλοκής, σαν να ζει κανείς από απόσταση ακόμα και τις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής του.
Το παιδί που πληγώθηκε επανειλημμένα, που δεν βρήκε ασφαλές καταφύγιο για να εκφράσει τον πόνο ή τον φόβο του, μαθαίνει συχνά να «σβήνει» τα συναισθήματά του για να επιβιώσει. Αναπτύσσει μια επιφανειακή ψυχραιμία, που όμως κάτω από την επιφάνεια κρύβει τεράστια εσωτερική αναστάτωση. Ως ενήλικας, αυτός ο άνθρωπος μπορεί να φαίνεται λειτουργικός, σταθερός, ακόμα και «δυνατός» — αλλά δυσκολεύεται να νιώσει βαθιά συναισθήματα. Να συγκινηθεί, να πενθήσει, να αγαπήσει.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο άνθρωπος που σε μια ερωτική σχέση δεν αντιδρά ούτε σε καβγάδες, ούτε σε αποστάσεις, ούτε σε κρίσεις. Δεν θυμώνει, δεν εκφράζει παράπονα, αλλά και δεν φαίνεται να συγκινείται. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν νιώθει. Σημαίνει ότι έχει μάθει να παγώνει, γιατί το να νιώσει θα σήμαινε να ξυπνήσει πόνος που δεν αντέχεται.
Η ψυχοδυναμική σκέψη περιγράφει αυτή την κατάσταση ως μια μορφή «διάσχισης» του Εγώ, όπου τα πιο επώδυνα συναισθήματα τοποθετούνται έξω από το συνειδητό, ώστε να μην προκαλούν συναισθηματική κατάρρευση. Είναι ένας τρόπος εσωτερικής επιβίωσης. Αλλά μακροπρόθεσμα, αυτή η αποσύνδεση στερεί και τη χαρά, την τρυφερότητα, την αληθινή οικειότητα.
Για να ξανασυνδεθεί κανείς με τα αισθήματά του, χρειάζεται ασφάλεια. Έναν χώρο — είτε μέσα σε μια θεραπευτική σχέση είτε σε μια σταθερή ανθρώπινη επαφή — όπου δεν θα χρειάζεται πια να αμύνεται μέσω του παγώματος. Όπου η ευαλωτότητα θα είναι αποδεκτή και ο πόνος δεν θα σημαίνει κίνδυνο.
Παιδική ηλικία
Η μνήμη του σώματος – Όταν το παρελθόν ζει μέσα μας χωρίς λέξεις
Ένα από τα πιο παράξενα και επώδυνα χαρακτηριστικά του παλιού τραύματος είναι ότι, ακόμα κι όταν δεν το θυμόμαστε συνειδητά, το σώμα μας το θυμάται. Η μνήμη του σώματος δεν ακολουθεί τη λογική της αφήγησης. Δεν λέει ιστορίες με λέξεις. Εκφράζεται με σφίξιμο στο στήθος, με αϋπνία χωρίς εμφανή λόγο, με πόνο στο στομάχι όταν κάποιος μας απορρίπτει ή μας φωνάζει.
Το παιδί που μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούσε η ένταση, η απόρριψη ή η αστάθεια, διαμορφώνει ένα νευρικό σύστημα σε κατάσταση χρόνιας εγρήγορσης. Ακόμα και ως ενήλικας, χωρίς να υπάρχουν πλέον πραγματικοί κίνδυνοι, το σώμα λειτουργεί σαν να βρίσκεται σε συναγερμό. Το παραμικρό ερέθισμα — ένας επικριτικός τόνος, μια σιωπή, ένα απότομο βλέμμα — αρκεί για να ενεργοποιήσει παλιές απειλές.
Παραδείγματος χάριν, κάποιος μπορεί να παγώνει ή να πανικοβάλλεται όταν ο/η σύντροφός του απομακρυνθεί για λίγες ώρες ή δεν απαντήσει σε ένα μήνυμα. Η αντίδραση μοιάζει υπερβολική για το εδώ και τώρα. Όμως, εσωτερικά έχει αφυπνιστεί ένα τραύμα εγκατάλειψης που το άτομο ούτε καν θυμάται συνειδητά. Το σώμα έχει συνδέσει την απόσταση με τον πόνο και δρα σαν να κινδυνεύει.
Η σύγχρονη ψυχοθεραπεία, και ειδικά αυτές που εστιάζονται στις σωματικές και νευροβιολογικές προσεγγίσεις (οι σωματικές και νευροβιολογικές προσεγγίσεις στην ψυχοθεραπεία αναπτύχθηκαν τα τελευταία 30–40 χρόνια, με έμφαση στη σύνδεση σώματος-νου, το τραύμα, και τις ρυθμιστικές λειτουργίες του νευρικού συστήματος), δίνουν έμφαση στη σημασία της σωματικής μνήμης και της ανάγκης ρύθμισής της. Δεν αρκεί να «καταλάβουμε» το τραύμα μας. Πρέπει να το επεξεργαστούμε μέσα στο σώμα. Να δώσουμε στο σώμα νέες εμπειρίες ασφάλειας, επαφής και αποδοχής.
Η επούλωση, επομένως, δεν είναι μόνο ζήτημα κατανόησης ή συγχώρεσης. Είναι πρωτίστως ζήτημα αποκατάστασης της εμπιστοσύνης ανάμεσα στο σώμα και το παρόν. Να πούμε στο νευρικό μας σύστημα: «Τώρα είσαι ασφαλής. Τώρα δεν χρειάζεται να τρέμεις.»
Tραύμα και σχέσεις
Επίλογος: Η ήσυχη επιστροφή στον εαυτό
Το παλιό τραύμα δεν φωνάζει πάντα. Δεν μας κατακλύζει με δραματικές αναμνήσεις ή εικόνες. Συχνά, είναι εκεί, σαν ένας υπόκωφος βόμβος, μια αίσθηση κενού ή υπαρξιακής θλίψης που δεν εξηγείται. Δεν είναι το παρελθόν που θυμόμαστε. Είναι το παρελθόν που μας ζει.
Η επιστροφή από αυτόν τον βυθό δεν γίνεται με θόρυβο. Δεν έχει εκρήξεις, αποκαλύψεις ή θεαματικές αλλαγές. Είναι μια αργή, σταθερή επιστροφή στον εαυτό. Ξεκινά με μικρές πράξεις φροντίδας. Με μια ανάσα, όταν θέλουμε να φωνάξουμε. Με μια αγκαλιά που δεχόμαστε χωρίς να νιώθουμε άξιοί της. Με την επιλογή να μείνουμε παρόντες, ακόμα και όταν το παλιό τραύμα μάς ωθεί να κρυφτούμε.
Η διαδικασία αυτή δεν απαιτεί σβήσιμο του παρελθόντος. Απαιτεί τη μεταμόρφωσή του. Να του δώσουμε λόγο, σχήμα, και τέλος – όχι καταναγκαστικά, αλλά όταν είμαστε έτοιμοι. Όπως έλεγε ο ψυχαναλυτής Thomas Ogden, η ψυχική ωρίμανση δεν σημαίνει απλώς ότι θεραπεύουμε το τραύμα, αλλά ότι μπορούμε να το φέρουμε μέσα μας με έναν τρόπο που δεν μας καταστρέφει.
Δεν χρειάζεται να κατανοούμε τα πάντα για να αρχίσουμε να αλλάζουμε. Αρκεί να είμαστε πρόθυμοι να σταθούμε δίπλα στον εαυτό μας όταν πονάει. Να τον ακούσουμε χωρίς να τον απορρίψουμε. Να του πούμε: «Σε πιστεύω. Είμαι εδώ. Δεν θα σε εγκαταλείψω ξανά.»
Κάθε βήμα προς αυτή τη συνειδητή συμπόνια είναι ένα βήμα έξω από τη σιωπή του παλιού τραύματος. Είναι η επιλογή να γράψουμε τη δική μας συνέχεια — όχι για να ξεχάσουμε το παρελθόν, αλλά για να μην το αναπαράγουμε χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Και σ’ αυτή την πράξη, υπάρχει κάτι βαθιά απελευθερωτικό: η ανάκτηση της ζωής μας, με όλα της τα χρώματα, τις ρωγμές και τις δυνατότητες.
Dr. Σάββας Ν. Σαλπιστής, M.Sc, Ph.D.
Κλινικός Ψυχολόγος Πανεπιστημίου Στοκχόλμης ενηλίκων και παίδων
Διπλωματούχος Ψυχοθεραπευτής
Βασιλικού Ιατροχειρουργικού Ινστιτούτου Karolinska Στοκχόλμης
Για την υπηρεσία online ψυχολόγος (online συνεδρίες) κάντε κλικ ΕΔΩ
Για ραντεβού στο γραφείο του Σάββα Ν. Σαλπιστή Ph.D. κάντε κλικ ΕΔΩ






