Share the post "Η τρυφερότητα που φοβόμαστε: Όταν η εγγύτητα μας τρομάζει"
Εισαγωγή – Γιατί η τρυφερότητα προκαλεί φόβο;
Η τρυφερότητα είναι ίσως η πιο αυθεντική έκφραση της ανθρώπινης σύνδεσης. Δεν απαιτεί εντυπωσιακές χειρονομίες ούτε μεγαλόστομες δηλώσεις, είναι η ήρεμη δύναμη που περνά μέσα από ένα βλέμμα, μια αγκαλιά, ένα απαλό χάδι, μια απλή φράση. Κι όμως, όσο απλή κι αν φαντάζει, συχνά προκαλεί φόβο. Γιατί; Γιατί αυτό το τρυφερό άγγιγμα στην ψυχή μας δεν έρχεται μόνο για να μας χαρίσει ζεστασιά, αλλά και για να μας θυμίσει παλιές ευαλωτότητες και τραύματά μας, που έχουν σχέση με την εγγύτητα.
Η τρυφερότητα, σε αντίθεση με την παθιασμένη ένταση ή την έντονη επιθυμία, μας καλεί σε μια γυμνή ειλικρίνεια. Δεν μπορούμε να την ελέγξουμε ούτε να τη σκηνοθετήσουμε. Είναι μια πρόσκληση να παραμερίσουμε τα οχυρά μας, να αποδεχτούμε πως έχουμε ανάγκη τον άλλον, ότι δεν είμαστε αυτάρκεις. Κι αυτό, για πολλούς ανθρώπους, είναι δυσβάσταχτο. Η τρυφερότητα αποκαλύπτει ρωγμές, εκεί όπου μάθαμε να δείχνουμε «δυνατοί», «αυτοδύναμοι», «ανεξάρτητοι».
Ο φόβος της εγγύτητας συνδέεται συχνά με τα πρώτα μας βήματα στον κόσμο: τον τρόπο που μας αγκάλιασαν ή δεν μας αγκάλιασαν, το πώς ανταποκρίθηκαν οι γονείς μας στις συναισθηματικές μας ανάγκες, το πώς μάθαμε να διαχειριζόμαστε την επιθυμία να θέλουμε να ανήκουμε κάπου. Αν η τρυφερότητα υπήρξε κάποτε ανέφικτη ή συνδέθηκε με απόρριψη και ψυχικό πόνο, μπορεί αργότερα να βιώνεται ως απειλή. Μια αγκαλιά δεν είναι ποτέ μόνο αγκαλιά. Είναι και η υπενθύμιση κάθε αγκαλιάς που μας έλειψε όταν τη χρειαζόμασταν όσο τίποτα άλλο..
Έτσι, ενώ η τρυφερότητα μπορεί να γίνει δρόμος θεραπείας της ψυχής, συχνά αντιμετωπίζεται με καχυποψία, αποστασιοποίηση ή ακόμη και ειρωνεία. Μοιάζει σαν να μας υπενθυμίζει ότι, για να αντέξουμε την εγγύτητα, θα πρέπει πρώτα να συμφιλιωθούμε με την τρωτότητά μας. Και αυτό είναι μια πορεία δύσκολη, αλλά σωτήρια.
Τρυφερότητα
Οι ρίζες στον δεσμό – Πώς οι πρώιμες εμπειρίες μάς διδάσκουν την τρυφερότητα
Η τρυφερότητα δεν είναι ένα απλό χαρακτηριστικό που εμφανίζεται ξαφνικά στην ενήλικη ζωή. Είναι μια εμπειρία που σμιλεύεται από τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής μας. Ο τρόπος που το βρέφος θα νιώσει το άγγιγμα των χεριών της μητέρας του, το βλέμμα του πατέρα, την ανταπόκριση του περίγυρου στις ανάγκες του, δημιουργεί ένα άρρητο λεξιλόγιο που το συνοδεύει σε όλη του τη ζωή. Αυτό το «λεξιλόγιο της τρυφερότητας» καθορίζει αργότερα αν θα μπορεί να αποδέχεται την εγγύτητα ή αν θα τρομάζει όταν τη συναντά μπροστά του.
Στην ψυχοδυναμική θεωρία του δεσμού, ο John Bowlby τόνισε ότι η ασφάλεια που νιώθει το παιδί στα πρώτα του χρόνια χτίζει ένα εσωτερικό μοντέλο σχέσεων. Αν οι γονείς ανταποκρίνονται με συνέπεια και συναισθηματική ζεστασιά, το παιδί μαθαίνει πως η τρυφερότητα σημαίνει ασφάλεια και αξιοπιστία. Αν, όμως, οι εμπειρίες ήταν ασταθείς και δίχως συνέπεια -άλλοτε γεμάτες φροντίδα κι άλλοτε ψυχρές ή απορριπτικές- τότε η τρυφερότητα γίνεται αμφίθυμη εμπειρία: επιθυμητή μεν αλλά, ταυτόχρονα, και απειλητική.
Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί ενήλικες, που δυσκολεύονται να δεχτούν αγάπη και φροντίδα, περιγράφουν μια παιδική ηλικία με συναισθηματικές ελλείψεις ή με γονείς που, ακόμη κι αν αγαπούσαν, δεν μπορούσαν να το δείξουν με έναν καθάριο τρόπο. Το παιδί, στην περίπτωση αυτή, εσωτερικεύει την ιδέα πως η τρυφερότητα είναι κάτι το εύθραυστο, πως μπορεί να χαθεί ή ακόμα και να πληγώσει. Έτσι, μεγαλώνοντας, μαθαίνει να αμύνεται κάθε φορά που τη συναντά.
Ωστόσο, ακόμη και σε δύσκολα παιδικά περιβάλλοντα, η τρυφερότητα μπορεί να επιβιώσει σαν υπόγειο ρυάκι. Το βλέμμα ενός δασκάλου, μια σχέση φιλίας, μια γιαγιά που χάιδευε το κεφάλι, γίνονται «νησίδες τρυφερότητας» που κρατούν ζωντανή την ανάγκη του ανθρώπου να αναζητά εγγύτητα. Αυτές οι μικρές μνήμες επιστρέφουν συχνά στη διάρκεια μιας ψυχοθεραπείας, όταν το άτομο αρχίζει να ξαναβρίσκει κάποια στιγμή τον χαμένο τόπο της αποδοχής.
Η τρυφερότητα, λοιπόν, δεν είναι μόνο μια πράξη, είναι ένα αποτύπωμα που κουβαλάμε από τότε που δεν είχαμε ακόμη λέξεις να ντύσουμε τα συναισθήματά μας. Και αυτό το αποτύπωμα καθορίζει αν θα την αντέχουμε ή αν θα την φοβόμαστε.
Όταν η τρυφερότητα βιώνεται ως απειλή
Για πολλούς ανθρώπους, η τρυφερότητα δεν είναι πηγή ασφάλειας αλλά μια εμπειρία που ξυπνά άγχος και αμφιθυμία. Εκεί όπου θα περίμενε κανείς να συναντήσει ζεστασιά και ηρεμία, διαπιστώνει πως υπάρχει φόβος, ανησυχία, ακόμα και θυμός. Αυτό το παράδοξο έχει τις ρίζες του σε πρώιμες εμπειρίες όπου η εγγύτητα δεν συνοδεύονταν από συνέπεια και σταθερότητα.
Η τρυφερότητα μπορεί να βιωθεί ως απειλή, σε περιπτώσεις όπου το άτομο έχει συνδέσει την οικειότητα με πόνο ή απογοήτευση. Για παράδειγμα, όταν ένα παιδί έχει μεγαλώσει με έναν γονιό που έδειχνε αγάπη μόνο περιστασιακά, ενώ την ίδια στιγμή αποσύρονταν ή γίνονταν επικριτικός και απορριπτικός, τότε το παιδί αυτό μαθαίνει πως η τρυφερότητα είναι ασταθής, μη προβλέψιμη, και να κουβαλά μαζί της κάποια απειλή. Μετά από κάθε χάδι, ίσως ακολουθήσει μια απόρριψη, μετά από κάθε ζεστό βλέμμα ίσως ακολουθήσει μια παγερή σιωπή. Έτσι, το παιδί, ως ενήλικας, είναι πολύ πιθανόν να φοβάται πως κάθε εκδήλωση τρυφερότητας μπορεί να κρύβει πίσω της μια αναπόφευκτη απώλεια και απειλή.
Στην ψυχοδυναμική θεώρηση, αυτό υποδηλοί την ύπαρξη ασυνείδητων μηχανισμών άμυνας. Ο άνθρωπος μπορεί να σαμποτάρει σχέσεις, να απομακρύνεται τη στιγμή που αρχίζει να νιώθει εγγύτητα ή να γίνεται υπερβολικά επικριτικός απέναντι σε όποιον του προσφέρει φροντίδα. Είναι μια προσπάθεια αποφυγής της οδύνης που κάποτε ένιωσε και προστασίας του Εγώ από το ενδεχόμενο μιας απόρριψης.
Η τρυφερότητα φαντάζει ως απειλή και για έναν άλλο λόγο: γιατί μας εκθέτει. Για να τη δεχτεί κάποιος, χρειάζεται να εγκαταλείψει την αμυντική του στάση, να παραδεχτεί την ανάγκη του για τον Άλλον και να αποκαλύψει την ευαλωτότητά του. Σε κοινωνίες και οικογένειες που έχουν αναγάγει την αυτάρκεια σε ύψιστη αξία, αυτή η αποκάλυψη θεωρείται άκρως επικίνδυνη. Ο φόβος τού «αν φανώ αδύναμος, θα με πληγώσουν» οδηγεί στη διατήρηση αποστάσεων από τη στοργή που τόσο πολύ χρειαζόμαστε.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που δηλώνουν: «Δεν ξέρω να δέχομαι τρυφερότητα». Πίσω από αυτή τη φράση, κρύβεται μια βαθιά ιστορία, ένα μονοπάτι ματαιωμένων προσδοκιών για εγγύτητα και άμυνες που πάγωσαν την καρδιά. Κι όμως, αυτός ο φόβος είναι συχνά η πιο εύγλωττη μαρτυρία ότι η ανάγκη μας για τρυφερότητα παραμένει ζωντανή – απλώς φοβάται να εκτεθεί ξανά.
Εγγύτητα
Η τρυφερότητα στις σχέσεις: έλξη και φυγή
Στις ερωτικές σχέσεις, ο φόβος της τρυφερότητας συχνά παίρνει τη μορφή ενός παράξενου «χορού». Ο ένας σύντροφος επιθυμεί την εγγύτητα και διεκδικεί τη στοργή, ενώ ο άλλος, μόλις τη νιώσει να τον πλησιάζει, απομακρύνεται τρομαγμένος. Στη συνέχεια, όταν ο κίνδυνος της απώλειας μοιάζει να γίνεται πιο απειλητικός από την εγγύτητα, τότε, το ίδιο το άτομο που απομακρύνθηκε, επιστρέφει. Πρόκειται για μια κίνηση έλξης και φυγής, που φέρνει ένταση και αστάθεια, αλλά πίσω της κρύβει έναν κοινό πυρήνα: την αγωνία για μια οικειότητα που να μη μας καταπίνει, αλλά ούτε και να μας αφήνει έρημους και μόνους.
Η τρυφερότητα μπορεί να βιωθεί και ως καθρέφτης. Όταν κάποιος μας κοιτά με αγάπη, αναγκαστικά αντικρίζουμε πλευρές του εαυτού μας που ίσως δεν αποδεχόμαστε. Η ζεστή ματιά του άλλου μπορεί να ξυπνήσει ενοχές, ντροπή ή την αίσθηση πως δεν αξίζουμε τόση αγάπη και προσοχή. Έτσι, αντί να απολαύσουμε το χάδι ή την αποδοχή, τα φοβόμαστε. Ο κίνδυνος δεν βρίσκεται στην πράξη της τρυφερότητας, αλλά στο τι αυτή αποκαλύπτει για τον εαυτό μας και τι είδους εμπειρίες ξυπνά μέσα μας.
Πολλές φορές, οι άνθρωποι που τρομάζουν από την τρυφερότητα υιοθετούν τον ρόλο του «αδιάφορου», του «ψύχραιμου» ή ακόμη και του «απόμακρου». Δεν είναι ότι δεν επιθυμούν την εγγύτητα, είναι ότι δεν ξέρουν πώς να την αποδεχθούν χωρίς να χάσουν τον έλεγχο. Στην πραγματικότητα, η απόσταση που δημιουργούν στις επαφές τους με άλλους είναι ένας τρόπος να προστατευτούν από την ίδια τους την ανάγκη.
Η απουσία τρυφερότητας ως τραύμα
Η τρυφερότητα δεν είναι απλώς μια συναισθηματική πολυτέλεια, είναι βασική ψυχική τροφή. Όταν ένα παιδί μεγαλώνει χωρίς χάδι, χωρίς στοργικά βλέμματα ή χωρίς τη γλώσσα της φροντίδας, τότε το σώμα και η ψυχή του κουβαλούν μια έλλειψη που δύσκολα αναπληρώνεται αργότερα. Η απουσία τρυφερότητας μπορεί να αφήσει το αποτύπωμά της με τη μορφή άγχους, ανασφάλειας, δυσκολίας εμπιστοσύνης προς του άλλους ή μιας βαθιάς αίσθησης μοναξιάς που ακολουθεί το άτομο σε κάθε βήμα της ζωής του.
Η ψυχαναλυτική σκέψη έχει δείξει πως η τρυφερότητα, ήδη από τους πρώτους μήνες, λειτουργεί ως «συγκολλητική ουσία» που κρατά το Εγώ συγκροτημένο. Χωρίς αυτήν, το παιδί βιώνει τον κόσμο ως ψυχρό και απειλητικό, και αναπτύσσει αμυντικούς μηχανισμούς για να αντέξει αυτήν την ερημιά. Αργότερα, στην ενήλικη ζωή, οι μηχανισμοί αυτοί μπορεί να γίνουν εμπόδιο στην ικανότητα για αγάπη και εγγύτητα.
Η απουσία τρυφερότητας δεν τραυματίζει μόνο ψυχικά, αλλά και σωματικά. Έρευνες δείχνουν ότι η σωματική επαφή και η στοργή ενεργοποιούν μηχανισμούς που σχετίζονται με την έκκριση ορμονών όπως η ωκυτοκίνη, οι οποίες μειώνουν το στρες και ενισχύουν το ανοσοποιητικό μας σύστημα. Ένα παιδί που στερείται αυτά τα «φάρμακα στοργής» γίνεται πιο ευάλωτο όχι μόνο στις σχέσεις, αλλά και στις ασθένειες.
Η τρυφερότητα είναι, λοιπόν, κάτι πολύ περισσότερο από μια γλυκιά χειρονομία. Είναι η γλώσσα με την οποία μαθαίνουμε πως αξίζουμε να υπάρχουμε, ότι το σώμα και η ψυχή μας έχουν θέση στον κόσμο. Όταν η γλώσσα αυτή απουσιάζει, τότε το άτομο ζει με μια σιωπηλή πληγή που εκδηλώνεται με πολλές μορφές: φόβο εγκατάλειψης, εξάρτηση, δυσκολία έκφρασης αναγκών, ή αδυναμία να αφεθεί στη στοργή του Άλλων χωρίς καχυποψία και άγχος.
Φροντίδα
Η τρυφερότητα που φοβόμαστε στον σύγχρονο κόσμο
Στον σύγχρονο κόσμο, η τρυφερότητα συχνά θεωρείται αδυναμία ή πολυτέλεια που δεν είναι φρόνιμο να εκφράζεται. Η ταχύτητα της ζωής, η πίεση για απόδοση και η υπερπληροφόρηση δημιουργούν ένα πλαίσιο όπου η στοργή και η εγγύτητα συχνά εκλαμβάνονται ως απειλές για την αυτονομία. Το άτομο μαθαίνει από νωρίς ότι το να δείξει ευαλωτότητα μπορεί να το εκθέσει, να το πληγώσει ή να το μετατρέψει σε «εύκολο στόχο».
Η ψυχοδυναμική θεωρία επισημαίνει ότι οι πρώιμες εμπειρίες καθορίζουν τη σχέση μας με την εγγύτητα. Παιδιά που μεγάλωσαν με αυστηρούς γονείς ή γονείς που δεν καθρέφτιζαν τα συναισθήματά τους, συχνά μαθαίνουν να καταπιέζουν ή να αρνούνται κάθε εκδήλωση τρυφερότητας. Στην ενήλικη ζωή, αυτή η εμπειρία μεταφράζεται σε δυσκολία να επιτρέψουν κάποιον να πλησιάσει, σε φόβο απόρριψης ή σε ανάγκη να ελέγχουν τις σχέσεις ώστε να νιώθουν ασφαλείς.
Παράλληλα, η ψηφιακή εποχή ενισχύει αυτόν τον φόβο. Τα κοινωνικά δίκτυα προσφέρουν συνδεσιμότητα, αλλά όχι πραγματική εγγύτητα. Η τρυφερότητα περιορίζεται σε emoji και σχόλια, χωρίς σωματική επαφή ή πραγματική συναισθηματική ανταπόκριση. Το άτομο συχνά μαθαίνει να «προβάλλει» τρυφερότητα, αλλά να μην την βιώνει, δημιουργώντας μια ψυχική ασφυξία που εκδηλώνεται με άγχος, αίσθημα μοναξιάς ή κατάθλιψη.
Η σιωπηλή αυτή απομάκρυνση από την τρυφερότητα δεν είναι επιλογή, αλλά αποτέλεσμα φόβου. Ο φόβος αυτός λειτουργεί ως αμυντικός μηχανισμός, προστατεύοντας το Εγώ από μια πιθανή επώδυνη ματαίωση. Ταυτόχρονα, όμως, περιορίζει τη δυνατότητα για δημιουργία αυθεντικών σχέσεων και ουσιαστικών συναισθηματικών εμπειριών.
Η πρόκληση της εποχής μας είναι να επανεκπαιδευθούμε ώστε να αντέχουμε την εγγύτητα και να δεχόμαστε την τρυφερότητα χωρίς να τη φοβόμαστε. Χρειάζεται συνειδητή προσπάθεια για να αναγνωρίσουμε και να επεξεργασθούμε τους φόβους μας, αλλά και να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να σχετίζεται με τους άλλους χωρίς υπερπροστασία ή απόσταση.
Οι μικρές πράξεις τρυφερότητας που θεραπεύουν
Η τρυφερότητα δεν χρειάζεται μεγάλες χειρονομίες ή επαναστατικές αλλαγές στη ζωή μας, για να έχει θεραπευτική δύναμη. Οι μικρές, καθημερινές πράξεις στοργής και προσοχής μπορούν να ανοίξουν δρόμους συναισθηματικής σύνδεσης και να μειώσουν τον φόβο της εγγύτητας. Ένα χαμόγελο, μια ζεστή αγκαλιά, μια ενεργητική ακρόαση, η αναγνώριση των συναισθημάτων του άλλου χωρίς κριτική, όλα αυτά αποτελούν πράξεις που δημιουργούν αίσθημα ασφάλειας, ενισχύοντας το δέσιμο.
Στην ψυχοδυναμική προσέγγιση, αυτές οι μικρές πράξεις λειτουργούν ως «δόσεις» συναισθηματικής τροφής για το Εγώ. Όταν το παιδί δεν έχει λάβει τρυφερότητα από τους γονείς του, τότε, ως ενήλικο άτομο, μπορεί να νιώθει άγχος ή αμηχανία μπροστά στη σωματική και συναισθηματική εγγύτητα. Εισάγοντας συνειδητά μικρές πράξεις τρυφερότητας στη ζωή του, αρχίζει να μαθαίνει ότι η εγγύτητα δεν είναι επικίνδυνη, αλλά ενισχυτική και ενδυναμωτική.
Οι μικρές πράξεις τρυφερότητας έχουν, επίσης, μεταδοτικό χαρακτήρα. Στις οικογένειες, στις φιλίες, στα ζευγάρια, η τρυφερότητα που εκφράζεται δημιουργεί ένα κλίμα ασφάλειας και εμπιστοσύνης, επιτρέποντας στον καθένα να μπορεί να εκφράζει τα συναισθήματά του αβίαστα. Ακόμα και σε επαγγελματικό πλαίσιο, η τρυφερότητα, με τη μορφή σεβασμού, αναγνώρισης και προσοχής προς τους άλλους, μειώνει το άγχος, ενισχύει τη συνεργασία και την ψυχική ευεξία.
Σημαντικό στοιχείο είναι, επίσης, και η τρυφερότητα απέναντι στον ίδιο τον εαυτό. Το άτομο μαθαίνει να φροντίζει τον εαυτό του, να αναγνωρίζει τις προσωπικές του ανάγκες και να τις ικανοποιεί χωρίς ενοχή. Αυτή η εσωτερική στοργή λειτουργεί ως ασπίδα προστασίας, ενισχύοντας την αυτοεκτίμηση και μειώνοντας το άγχος της απόρριψης.
Τελικά, οι μικρές πράξεις τρυφερότητας δρουν ως γέφυρα ανάμεσα στο φόβο και την εμπιστοσύνη. Μέσα από αυτές, το άτομο ανακαλύπτει ξανά την ικανότητά του να αγαπά και να αγαπιέται, να είναι ευάλωτο χωρίς να νιώθει αδύναμο, και να χτίζει αυθεντικές σχέσεις που θεραπεύουν το παρελθόν και θρέφουν το παρόν.
Ενσυναίσθηση
Επίλογος: Η τρυφερότητα ως δρόμος προς την εσωτερική ασφάλεια
Καθώς ολοκληρώνουμε αυτό το ταξίδι στην κατανόηση της τρυφερότητας, γίνεται φανερό πως η εγγύτητα δεν είναι απλώς μια εξωτερική σχέση με τους άλλους, αλλά ένας καθρέφτης της σχέσης μας με τον ίδιο μας τον εαυτό. Η τρυφερότητα, είτε όταν την εκφράζουμε εμείς προς τους άλλους, είτε όταν τη δεχόμαστε από εκείνους, είτε ακόμη και όταν τη στρέφουμε στον ίδιο μας τον εαυτό, μέσα από πράξεις αυτο-φροντίδας, γίνεται το θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίζεται η εσωτερική μας ασφάλεια.
Η ψυχοδυναμική οπτική δείχνει πως οι φόβοι που σχετίζονται με την εγγύτητα προέρχονται συχνά από πρώιμες εμπειρίες: όταν η αγάπη ή η τρυφερότητα δεν ήταν σταθερή ή όταν η επικοινωνία των συναισθημάτων περιορίζονταν ή απορρίπτονταν. Μέσα από την επαναληπτική εμπειρία της θετικής εγγύτητας στην ενήλικη ζωή, το άτομο αρχίζει να αποδομεί αυτούς τους φόβους. Η συνειδητή άσκηση της τρυφερότητας γίνεται έτσι εργαλείο θεραπείας, αναδομεί το ψυχικό Εγώ και επιτρέπει τη δημιουργία σχέσεων που δεν φοβίζουν, αλλά ενδυναμώνουν.
Επιπλέον, η τρυφερότητα δεν είναι μόνο κοινωνικό συναίσθημα, είναι και εσωτερική στάση ζωής. Το άτομο που μαθαίνει να αναγνωρίζει, να σέβεται και να φροντίζει τα συναισθήματά του, αποκτά εσωτερικό «σπίτι», μια ψυχική σταθερότητα που δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τους άλλους. Αυτή η εσωτερική ασφάλεια επιτρέπει την αυθεντική εγγύτητα, χωρίς φόβο, ενοχή ή υπερβολική αυτοπροστασία.
Τελικά, η τρυφερότητα δεν είναι πολυτέλεια, αλλά ανάγκη. Είναι ο δρόμος που οδηγεί από τη μοναξιά και την αβεβαιότητα στην εμπιστοσύνη και την ψυχική πληρότητα. Μέσα από τη συνειδητή τρυφερότητα προς τους άλλους και τον ίδιο μας τον εαυτό, μαθαίνουμε να δεχόμαστε και να δίνουμε αγάπη χωρίς φόβο, και να χτίζουμε σχέσεις που θεραπεύουν, θρέφουν και διαρκούν.
Dr. Σάββας Ν. Σαλπιστής, M.Sc, Ph.D.
Κλινικός Ψυχολόγος Πανεπιστημίου Στοκχόλμης ενηλίκων και παίδων
Διπλωματούχος Ψυχοθεραπευτής
Βασιλικού Ιατροχειρουργικού Ινστιτούτου Karolinska Στοκχόλμης
Για την υπηρεσία online ψυχολόγος (online συνεδρίες) κάντε κλικ ΕΔΩ
Για ραντεβού στο γραφείο του Σάββα Ν. Σαλπιστή Ph.D. κάντε κλικ ΕΔΩ