Share the post "Όρια – Η σπουδαιότητα του να βάζουμε όρια – Μια ψυχοδυναμική προσέγγιση"
Εισαγωγή: Γιατί τα όρια είναι αναγκαία στη ζωή μας
Η έννοια των ορίων στην ψυχολογία δεν αφορά κάτι αφηρημένο ούτε αποτελεί μια «τεχνητή γραμμή» που χαράσσουμε ανάμεσα στον εαυτό μας και τους άλλους. Πρόκειται για έναν θεμελιώδη ψυχικό μηχανισμό που μας επιτρέπει να ορίζουμε ποιοι είμαστε, τι ανεχόμαστε, τι απορρίπτουμε, πού τελειώνουμε εμείς και πού αρχίζει ο άλλος. Τα όρια είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο η προσωπικότητα αναπτύσσεται, ωριμάζει και βρίσκει ισορροπία. Χωρίς αυτά, η αίσθηση ταυτότητας θολώνει, οι σχέσεις γίνονται πεδίο εξουθένωσης και η ψυχική μας υγεία κινδυνεύει.
Στην καθημερινότητα, τα όρια εκφράζονται με τρόπους απλούς αλλά καθοριστικούς: στο να πούμε «όχι» όταν κάποιος μας ζητά κάτι που μας φθείρει, στο να αναγνωρίζουμε το δικαίωμά μας στην ξεκούραση, στο να προστατεύουμε το σώμα και τον χρόνο μας. Παράλληλα, τα όρια δεν είναι μόνο άμυνα, αποτελούν και γέφυρες. Μέσα από αυτά χτίζεται μια ισότιμη επικοινωνία, αφού μας επιτρέπουν να συναντούμε τον άλλον χωρίς να διαλύουμε τον εαυτό μας. Ο άνθρωπος που έχει εσωτερικεύσει υγιή όρια μπορεί να σχετιστεί με αυθεντικότητα, χωρίς να θυσιάζει την ατομικότητά του για να ανήκει ή να αγαπηθεί.
Από ψυχοδυναμική σκοπιά, τα όρια είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τις πρώιμες σχέσεις. Το βρέφος αρχικά δεν διαχωρίζει τον εαυτό του από το πρόσωπο που το φροντίζει. Η εμπειρία της σταδιακής διαφοροποίησης, δηλαδή το να μάθει ότι είναι «εγώ» και όχι «εμείς», δημιουργεί τον ψυχικό χώρο για να αναπτυχθεί η αίσθηση της αυτονομίας. Αν το περιβάλλον επιτρέψει αυτή τη διαδικασία, το παιδί μεγαλώνει με την εσωτερική βεβαιότητα ότι έχει δικαίωμα να υπάρχει ως ξεχωριστή οντότητα. Αν όχι, τα όρια του θα είναι θολά ή υπερβολικά άκαμπτα, οδηγώντας αργότερα σε δυσκολίες στις διαπροσωπικές σχέσεις ή σε εσωτερικές συγκρούσεις.
Η απουσία ορίων δεν είναι απλώς ένα θεωρητικό σχήμα, αλλά έχει σοβαρές συνέπειες στην ψυχική και σωματική μας υγεία. Όταν δεν μπορούμε να προστατέψουμε τον εαυτό μας, ανοίγουμε τον δρόμο στην εξουθένωση, στο χρόνιο άγχος, ακόμη και σε σωματοποιήσεις. Ο οργανισμός, όταν δεν έχει ψυχικούς μηχανισμούς να θέτει όρια, αναγκάζεται να εκφράζει την πίεση μέσα από το σώμα. Από την άλλη πλευρά, τα υπερβολικά άκαμπτα όρια απομονώνουν τον άνθρωπο, τον καθιστούν απρόσιτο, αδυνατώντας να βιώσει τη ζεστασιά της σχέσης.
Το να θέτουμε όρια δεν σημαίνει ούτε εγωισμό ούτε αποξένωση. Σημαίνει σεβασμό προς τον εαυτό μας και τους άλλους. Είναι μια πράξη που εμπεριέχει ευθύνη: αν δεν μπορώ να προστατεύσω τον εαυτό μου, τότε περιμένω από τον άλλον να μαντέψει τις ανάγκες μου ή να τις σεβαστεί χωρίς να τις έχω εκφράσει. Κάτι τέτοιο, όμως, μόνο ένα βρέφος μπορεί να προσδοκά, και όχι ένα ενήλικο άτομο. Κάτι τέτοιο οδηγεί σε απογοήτευση και συγκρούσεις. Αντιθέτως, όταν εκφράζουμε τα όριά μας, προσφέρουμε στον άλλον σαφήνεια και ειλικρίνεια, στοιχεία απαραίτητα για μια αληθινή οικειότητα και αυθεντικότητα στις σχέσεις.
Στο παρόν άρθρο θα εξετάσουμε την έννοια των ορίων μέσα από μια ψυχοδυναμική οπτική. Θα δούμε πώς οι πρώιμες εμπειρίες επηρεάζουν την ικανότητά μας να τα θέτουμε, πώς η έλλειψή τους οδηγεί σε ενοχές ή σωματικά συμπτώματα, και με ποιους τρόπους μπορούμε να καλλιεργήσουμε ξανά αυτή την πολύτιμη δεξιότητα. Γιατί τελικά, το να μάθουμε να λέμε «ναι» στον εαυτό μας και «όχι» εκεί όπου χρειάζεται, είναι μια από τις πιο ουσιαστικές πράξεις αυτοφροντίδας και ψυχικής ανθεκτικότητας.
Όρια
Η παιδική ηλικία και οι πρώιμες εμπειρίες
Η ικανότητα να θέτουμε όρια δεν είναι κάτι που κατακτάται ξαφνικά στην ενήλικη ζωή. Αντίθετα, είναι ένα ψυχικό οικοδόμημα που χτίζεται βήμα-βήμα ήδη από τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής μας. Από ψυχοδυναμική σκοπιά, τα όρια συνδέονται άμεσα με τον τρόπο που ο εαυτός διαχωρίζεται από τον άλλον και αναγνωρίζει την ύπαρξή του ως ξεχωριστή και αυτόνομη οντότητα. Επομένως, οι εμπειρίες της παιδικής ηλικίας είναι καθοριστικές.
Το βρέφος, στις πρώτες του στιγμές, δεν γνωρίζει που τελειώνει ο εαυτός του και πού αρχίζει η μητέρα (ή το πρόσωπο φροντίδας). Η ανάγκη του για τροφή, ζεστασιά και ασφάλεια καλύπτεται από κάποιον άλλον. Έτσι, βιώνει μια αίσθηση συγχώνευσης. Σταδιακά, όμως, με την εναλλαγή παρουσίας και απουσίας, το παιδί αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι ένα με τη μητέρα, αλλά ξεχωριστή οντότητα. Αυτός ο «αποχωρισμός» αποτελεί τον πρώτο πυρήνα των ορίων. Αν το περιβάλλον είναι αρκετά «καλό», όπως θα έλεγε ο Winnicott, τότε το παιδί μαθαίνει ότι μπορεί να υπάρξει με ασφάλεια και χωρίς να απειλείται ή να χάνεται η σχέση.
Ωστόσο, όταν το περιβάλλον αποτυγχάνει στην αποστολή του αυτή, τα όρια δεν οικοδομούνται ομαλά. Για παράδειγμα, όταν οι γονείς δεν αναγνωρίζουν τις ανάγκες του παιδιού και το υποχρεώνουν να προσαρμόζεται πλήρως στις δικές τους, το παιδί μαθαίνει να παραμελεί τον εαυτό του. Έτσι, αναπτύσσει μια εσωτερικευμένη ενοχή κάθε φορά που προσπαθεί να διεκδικήσει χώρο ή να πει «όχι». Από την άλλη, ένα υπερπροστατευτικό περιβάλλον μπορεί να δημιουργήσει το αντίθετο πρόβλημα: όρια υπερβολικά άκαμπτα, με αποτέλεσμα το άτομο να δυσκολεύεται να εμπιστευτεί, να αφεθεί ή να σχετιστεί με οικειότητα και συναισθηματική εγγύτητα.
Οι πρώιμες εμπειρίες δεν δρουν μόνο στο ψυχολογικό επίπεδο, επηρεάζουν και το σώμα. Το παιδί που μαθαίνει πως δεν δικαιούται να εκφράσει τα όριά του, συχνά σωματοποιεί την ένταση μέσα από άγχος, ψυχοσωματικά συμπτώματα ή ακόμα και χρόνια σωματική ένταση. Το σώμα γίνεται το «τελευταίο καταφύγιο» για την ανεπεξέργαστη ανάγκη αυτοπροστασίας. Έτσι, βλέπουμε ενήλικες που δυσκολεύονται να ξεκουραστούν, να χαλαρώσουν, να πουν όχι σε απαιτήσεις της δουλειάς ή να διαχειριστούν σχέσεις που τους φθείρουν, να υποφέρουν από αϋπνία, ημικρανίες ή γαστρεντερικά προβλήματα.
Ένα ακόμη κομμάτι που παίζει ρόλο είναι το πώς οι γονείς έθεταν οι ίδιοι όρια. Αν το παιδί έβλεπε τους γονείς του να μπορούν να διεκδικούν το δικό τους χώρο και χρόνο, χωρίς να πληγώνουν τον άλλον, τότε έχει ένα υγιές πρότυπο να εσωτερικεύσει. Αντίθετα, όταν οι γονείς θυσίαζαν συνεχώς τον εαυτό τους ή, στον αντίποδα, επέβαλλαν αυταρχικά και σκληρά όρια, τότε το παιδί μεγάλωνε με μπερδεμένα μηνύματα: είτε ότι η αυτοθυσία είναι ο μόνος τρόπος να αγαπηθεί, είτε ότι τα όρια σημαίνουν αποξένωση και τιμωρία.
Η ψυχοδυναμική θεωρία τονίζει, επίσης, ότι το παιχνίδι και η δημιουργικότητα αποτελούν χώρους όπου το παιδί δοκιμάζει τα όριά του. Εκεί μαθαίνει να εξερευνά, να παίρνει ρίσκα αλλά και να αναγνωρίζει πότε χρειάζεται προστασία. Αν το παιχνίδι του είναι ελεύθερο, αλλά όχι ανεξέλεγκτο, τότε χτίζεται μια εσωτερική αίσθηση ισορροπίας ανάμεσα στην αυτονομία και στη σύνδεση. Αυτό είναι το θεμέλιο για την ικανότητα του ενήλικα να σχετίζεται χωρίς να χάνει τον εαυτό του.
Επομένως, η παιδική ηλικία μάς διδάσκει έμμεσα και άμεσα πώς να θέτουμε όρια. Μέσα από την ανταπόκριση των γονιών στις ανάγκες μας, μέσα από τον τρόπο που εκείνοι οι ίδιοι τα έθεταν, αλλά και μέσα από τις μικρές καθημερινές εμπειρίες της εξερεύνησης και της απογοήτευσης. Η ιστορία αυτή δεν είναι ποτέ πλήρως προκαθορισμένη, ακόμη και αν τα πρώτα χρόνια μάς άφησαν μια επίγευση θολών ή πονεμένων ορίων. Στην ενήλικη ζωή, υπάρχει η δυνατότητα να τα ξαναχτίσουμε με πιο υγιή θεμέλια.
Διαφοροποίηση
Η δυσκολία του ενήλικα να βάζει όρια
Όταν οι πρώιμες εμπειρίες δεν μας έδωσαν τα απαραίτητα εφόδια για να μάθουμε την αξία και τη λειτουργία των ορίων, τότε η ενήλικη ζωή γίνεται, συχνά, πεδίο επαναλαμβανόμενων δυσκολιών. Η αδυναμία να πούμε «όχι» ή να διεκδικήσουμε τον χώρο μας δεν είναι απλώς μια «κακή συνήθεια». Από ψυχοδυναμική σκοπιά, αντανακλά ασυνείδητες συγκρούσεις, φόβους και εσωτερικευμένες φωνές που μας καθοδηγούν, συχνά, εναντίον του ίδιου μας του εαυτού.
Ένας ενήλικας που δυσκολεύεται να βάλει όρια μπορεί να έχει μάθει, από πολύ νωρίς, ότι οι ανάγκες του δεν έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα. Μπορεί να εσωτερικεύσει το μήνυμα πως η αγάπη και η αποδοχή κερδίζονται μόνο μέσα από τη συμμόρφωση και την προσαρμογή. Έτσι, η διεκδίκηση προσωπικού χώρου βιώνεται ως απειλή: απειλή απόρριψης, μοναξιάς ή ακόμα και ενοχής. Κάθε φορά που το άτομο επιχειρεί να πει «όχι», έρχεται στην επιφάνεια το φάντασμα του μικρού παιδιού που φοβόταν μήπως χάσει την αγάπη των δικών του και του περίγυρου, αν δεν υπακούσει.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν ενήλικες που εμφανίζουν το αντίθετο πρόβλημα: να έχουν αναπτύξει υπερβολικά σκληρά και άκαμπτα όρια, τα οποία λειτουργούν περισσότερο ως τείχη παρά ως γέφυρες. Στην ψυχοδυναμική γλώσσα, αυτά τα άκαμπτα όρια αποτελούν, συχνά, άμυνα απέναντι σε μια βαθιά πληγή: το παιδί που κάποτε βίωσε την εισβολή στον ψυχικό του χώρο χωρίς σεβασμό, ως ενήλικας έχει την ανάγκη να προστατεύεται υπερβολικά για να μη βιώσει ξανά την ίδια παραβίαση. Το αποτέλεσμα είναι ότι, ενώ προστατεύεται από τον ψυχικό πόνο, αποκόπτεται ταυτόχρονα από μια βαθύτερη σύνδεση με τους άλλους.
Η καθημερινότητα είναι γεμάτη από παραδείγματα αυτής της δυσκολίας. Στον χώρο εργασίας, κάποιος μπορεί να επιφορτίζεται συνεχώς με επιπλέον υποχρεώσεις, επειδή δεν βρίσκει τη δύναμη να αρνηθεί. Η σιωπηλή κούραση, η ματαίωση και ο θυμός συσσωρεύονται, οδηγώντας, κάποια στιγμή, σε επαγγελματική εξουθένωση. Στις διαπροσωπικές μας σχέσεις, κάποιοι άνθρωποι μπορεί να εκμεταλλεύονται την «ευκολία» μας να υποχωρούμε, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο όπου ο ίδιος μας ο εαυτός γίνεται δεύτερη προτεραιότητα.
Η αδυναμία θέσπισης ορίων δεν είναι μόνο ψυχολογικό ζήτημα, έχει και σωματικές συνέπειες. Οι ενήλικες που ζουν σε διαρκή υπερπροσαρμογή συχνά υποφέρουν από άγχος, αϋπνία, μυοσκελετικούς πόνους ή χρόνιες εντάσεις. Το σώμα «μιλάει» εκεί όπου η φωνή δεν τολμά. Στην ψυχοδυναμική θεώρηση, τα συμπτώματα αυτά λειτουργούν ως ασυνείδητα σήματα κινδύνου: το εσωτερικό μας σύστημα προειδοποιεί ότι οι αντοχές έχουν ξεπεραστεί, ότι τα όρια έχουν καταπατηθεί.
Παράλληλα, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε τη δύναμη της ενοχής. Για πολλούς ενήλικες, το να θέτουν όρια σημαίνει πως γίνονται «εγωιστές», «κακοί» ή «αχάριστοι». Αυτές οι εσωτερικές κατηγορίες είναι φωνές που συχνά ανήκαν σε γονείς ή άλλες σημαντικές φιγούρες της παιδικής ηλικίας. Στη ψυχοδυναμική ανάλυση, μιλάμε για τον «εσωτερικευμένο γονέα» ή το «υπερεγώ», το οποίο συνεχίζει να επιτηρεί, να κρίνει και να καταδικάζει. Έτσι, το άτομο ζει σε μια αόρατη φυλακή, όπου η ίδια η ψυχή του το εμποδίζει να διεκδικήσει το αυτονόητο.
Υπάρχει και μια πιο λεπτή δυσκολία: πολλοί άνθρωποι δεν γνωρίζουν καν ποια είναι τα όριά τους. Έχοντας μεγαλώσει μέσα σε μόνιμη προσαρμογή, δεν έχουν αναπτύξει επαρκώς την ικανότητα να ακούν τον εαυτό τους. Όταν τους ρωτά κανείς τι θέλουν ή τι δεν αντέχουν, συχνά σιωπούν ή μπερδεύονται. Αυτό το «ψυχικό κενό» είναι ίσως η βαθύτερη δυσκολία, γιατί, για να θέσεις όρια, πρέπει πρώτα να ξέρεις ποιος είσαι.
Η ψυχοδυναμική θεώρηση μάς διδάσκει ότι η ενήλικη δυσκολία να θέτει κάποιος όρια δεν είναι προσωπική αποτυχία. Είναι η συνέπεια μιας ιστορίας που κουβαλάμε εντός μας. Και, αν αυτή η ιστορία γράφτηκε χωρίς αρκετό σεβασμό, τότε η δυσκολία μας δεν είναι ένδειξη αδυναμίας, αλλά μαρτυρία ενός παιδιού που έκανε ό,τι μπορούσε για να επιβιώσει. Το ερώτημα, στην ενήλικη ζωή, είναι αν θα συνεχίσουμε να ζούμε με αυτά τα παλιά σενάρια ή αν θα βρούμε τον τρόπο να τα ξαναγράψουμε.
Αυτονομία
Όρια στις σχέσεις – αγάπη χωρίς συγχώνευση
Οι σχέσεις είναι ο χώρος όπου τα όρια δοκιμάζονται πιο συχνά. Εκεί που θέλουμε εγγύτητα και ασφάλεια, ταυτόχρονα φοβόμαστε την απώλεια του εαυτού μας. Από ψυχοδυναμική σκοπιά, μια υγιής σχέση δεν σημαίνει συγχώνευση των προσωπικοτήτων αλλά συνεχή διαπραγμάτευση μιας «διαπερατής» μεθορίου: αρκετή οικειότητα για να νιώθεις συνδεδεμένος, αλλά, ταυτόχρονα, και αρκετή αυτονομία για να μη χάνεσαι και για να νιώθεις ξεχωριστός.
Η συγχώνευση εμφανίζεται όταν τα όρια μεταξύ δύο ανθρώπων είναι ασαφή, με αποτέλεσμα οι συναισθηματικές ανάγκες του ενός να ταυτίζονται με εκείνες του άλλου, περιορίζοντας έτσι την αίσθηση ατομικότητας και ανεξαρτησίας. Στις οικογένειες το φαινόμενο αυτό έχει, συχνά, τη μορφή της υπερπροστατευτικότητας ή της απαίτησης πλήρους συμμόρφωσης. Στα ζευγάρια, ως ζήλια, έλεγχος ή διαρκής αναζήτηση επιβεβαίωσης. Η ψυχοδυναμική ανάγνωση δείχνει ότι τέτοιες δομές έχουν τις ρίζες τους σε πρώιμες σχέσεις: αν ένα παιδί μεγάλωσε με γονείς που απαιτούσαν να καλύπτει συναισθηματικά κενά τους, τότε, ως ενήλικας θα δυσκολεύεται να διαχωρίζει το «εγώ» από το «εμείς».
Αντίθετα, οι σχέσεις με σαφή, αλλά ευέλικτα όρια, επιτρέπουν την αλληλεπίδραση χωρίς εξάρτηση. Η διαφοροποίηση (separation–individuation) -έννοια που εισήγαγε και επεξεργάστηκε η ψυχοθεραπευτική παράδοση- αναφέρεται στην ικανότητα να παραμένεις συνδεδεμένος ενώ διατηρείς τη μοναδικότητά σου. Αυτό σημαίνει ότι μπορώ να ζητήσω στήριξη, χωρίς να μετατρέψω τον άλλον σε λύση για κάθε μου κενό, να αγαπώ χωρίς να γίνομαι εξαρτητικός.
Στην πράξη, τα όρια στις σχέσεις εκδηλώνονται με μικρές αλλά κρίσιμες συμπεριφορές: να λέω «χρειάζομαι χρόνο για τον εαυτό μου», να αποφεύγω να παίρνω πάνω μου την ευθύνη για τη συναισθηματική διάθεση του συντρόφου μου και να αναλαμβάνω την ευθύνη της προσωπικής μου φροντίδας. Όταν αυτά δεν υπάρχουν, η αλληλεπίδραση γίνεται ένα παιχνίδι «δούναι και λαβείν» που ποτέ δεν σταματά, με αποτέλεσμα τη συναισθηματική κόπωση και.συχνά. εκρήξεις οργής ή υποχωρητικότητα.
Παράδειγμα: η Μαρία, σε σχέση όπου ο σύντροφος της απαιτούσε διαρκή συναισθηματική παρουσία, έμαθε να λέει «ναι» ακόμα και όταν χρειαζόταν διάλειμμα. Το αποτέλεσμα ήταν εξάντληση και θυμός. Μέσα στην ψυχοθεραπεία, άρχισε να δοκιμάζει μικρές «εκπαιδεύσεις» στα όρια: να ζητάει 30 λεπτά για τον εαυτό της μετά τη δουλειά και να εξηγεί γιατί το χρειάζεται. Ο σύντροφός της αντιδρούσε αρχικά με αίσθημα εγκατάλειψης -μια μεταβίβαση της δικής του πρώιμης ανασφάλειας- αλλά με σταδιακή επικοινωνία και σταθερότητα οι σχέσεις τους κέρδισαν σε ποιότητα.
Η ψυχοδυναμική εργασία στο ζευγάρι ή ατομικά επιτρέπει να φανεί πού εδράζονται οι αντιδράσεις: ποια παλιά φωνή λέει «αν δεν είσαι πάντα διαθέσιμος/η, δεν θα σε αγαπήσουν»; Ποιος εσωτερικευμένος γονέας επικρίνει κάθε απαίτηση αυτοφροντίδας; Η θεραπεία δουλεύει πάνω σε αυτές τις φωνές, ώστε το άτομο να μάθει να απαντά με ενήλικο τρόπο, δηλαδή, με σταθερότητα, σαφήνεια και τρυφερότητα.
Τελικά, τα όρια στις σχέσεις δεν απομακρύνουν. Αντίθετα, επιτρέπουν τη συνάντηση. Είναι το έδαφος όπου δύο άνθρωποι μπορούν να ζήσουν παράλληλα την ατομικότητά τους και να συναντηθούν στην αυθεντικότητα που να γίνει ο κοινός τους τόπος. Όσο πιο ξεκάθαρα και ευέλικτα είναι αυτά τα όρια, τόσο πιο ώριμη και ικανοποιητική γίνεται η αγάπη, χωρίς να απαιτεί θυσίες που διαγράφουν την ύπαρξή μας.
Ματαίωση
Η δυσκολία να λέμε «όχι» και οι ρίζες της
Η αδυναμία πολλών ανθρώπων να βάζουν όρια δεν είναι απλή «καλοσύνη» ή υπερβολική ευγένεια. Συχνά, κάτι τέτοιο έχει βαθιές ψυχοδυναμικές ρίζες. Πίσω από το αδιάκοπο «ναι», μπορεί να κρύβεται η αγωνία μιας πιθανής απόρριψης και η εσωτερικευμένη πεποίθηση ότι η αξία μας εξαρτάται από το να είμαστε χρήσιμοι ή αρεστοί. Αυτές οι πεποιθήσεις χτίζονται, συνήθως, στην παιδική ηλικία, σε οικογενειακά πλαίσια όπου το παιδί, για να είναι αποδεκτό, έπρεπε να προσαρμόζεται στις ανάγκες των άλλων, καταπιέζοντας τις δικές του.
Ο ψυχοδυναμικός φακός μάς βοηθά να δούμε ότι, πίσω από κάθε δυσκολία να πούμε «όχι», μπορεί να βρίσκεται ένα παιδί που κάποτε φοβόταν την εγκατάλειψη. Ένα παιδί που ίσως έμαθε πως οι ανάγκες του δεν είχαν σημασία ή ότι η αγάπη κερδιζόταν μόνο μέσω της συμμόρφωσης. Έτσι, στην ενήλικη ζωή, η έλλειψη ορίων δεν είναι απλώς ένα πρακτικό ζήτημα, αλλά η αναπαράσταση ενός παλιού μοτίβου σχέσης, όπου η αυτοθυσία αποτελούσε προϋπόθεση για αποδοχή και αγάπη.
Η δυσκολία να πούμε «όχι» δεν εμφανίζεται μόνο στις προσωπικές μας σχέσεις, αλλά, όπως προαναφέραμε, και στην επαγγελματική ζωή. Όταν ένας εργαζόμενος αναλαμβάνει συνεχώς περισσότερα από όσα μπορεί να αντέξει, καταλήγει να εξουθενώνεται, χωρίς να καταφέρνει να αναγνωρίσει ακόμα και την ίδια του την κόπωση. Το σώμα, όμως, δεν μένει αμέτοχο: το στρες εκδηλώνεται με πονοκεφάλους, αϋπνίες, γαστρεντερικά προβλήματα ή χρόνιο άγχος.
Η αναγνώριση της δυσκολίας να βάζουμε όρια είναι το πρώτο βήμα για την αλλαγή. Όχι για να κατηγορήσουμε τον εαυτό μας, αλλά για να δούμε με κατανόηση πώς αυτή η στάση έχει ρίζες σε βαθιά ψυχικά μοτίβα. Η θεραπευτική διαδικασία βοηθά να αποκατασταθεί αυτή η ισορροπία: να επιτραπεί στον ενήλικο εαυτό να φροντίσει εκείνο το παιδί που κάποτε δεν είχε φωνή, δίνοντάς του το δικαίωμα να διεκδικεί χώρο, χρόνο και σεβασμό.
Όρια στην εργασία και στην κοινωνική ζωή – προστατεύοντας τον εαυτό μας από την εξουθένωση
Η εργασία, ίσως περισσότερο από κάθε άλλο πεδίο, αποκαλύπτει πόσο καλά έχουμε μάθει να θέτουμε όρια. Ζούμε σε μια εποχή που εξιδανικεύει την παραγωγικότητα και συχνά ταυτίζει την αξία μας με την απόδοσή μας. Το αποτέλεσμα είναι άνθρωποι που εργάζονται υπερβολικές ώρες, που απαντούν σε μηνύματα κάθε στιγμή της ημέρας, που παραμερίζουν τις ανάγκες τους για ξεκούραση και σχέσεις, και που, τελικά, εμφανίζουν ψυχική εξουθένωση. Η εξουθένωση δεν είναι απλώς σωματική κόπωση. Είναι ψυχική διάβρωση, μια αίσθηση κενού που θυμίζει την αποξένωση του ίδιου μας του εαυτού.
Από ψυχοδυναμική σκοπιά, η δυσκολία να θέτουμε όρια στην εργασία πηγάζει, συχνά, από εσωτερικευμένες φωνές: «πρέπει να αποδείξεις την αξία σου», «αν πεις όχι, θα σε απορρίψουν», «η επιτυχία είναι το μόνο που μετράει». Αυτές οι φωνές δεν είναι ουδέτερες, είναι απόηχοι σχέσεων με γονείς ή δασκάλους που συνέδεαν την αγάπη με την επίδοση. Έτσι, κάθε «όχι» στη δουλειά βιώνεται σχεδόν ως απειλή πιθανής εγκατάλειψης.
Η σύγχρονη εργασιακή κουλτούρα ενισχύει αυτό το σχήμα. Η τεχνολογία θολώνει τα όρια μεταξύ επαγγελματικού και προσωπικού χρόνου. Η τηλεργασία, ενώ προσφέρει ευελιξία, μετατρέπει το σπίτι σε γραφείο χωρίς πόρτες. Το τηλέφωνο γίνεται μια μόνιμη υπενθύμιση πως «πρέπει» να είσαι διαθέσιμος. Όμως, όσο περισσότερο παραδίδουμε τον χρόνο και τον ψυχισμό μας σε αυτή την αέναη διαθεσιμότητα, τόσο περισσότερο αδειάζουμε ψυχικά.
Τα όρια εδώ γίνονται πράξη με πολύ συγκεκριμένους τρόπους: να θέτουμε ωράρια και να τα τηρούμε, να αποκλείουμε τις ειδοποιήσεις εκτός δουλειάς, να μαθαίνουμε να απαντούμε «δεν μπορώ αυτή τη στιγμή», χωρίς να εξηγούμε υπερβολικά. Μικρές πρακτικές, που στην ουσία επαναβεβαιώνουν το δικαίωμά μας να υπάρχουμε πέρα από την εργασία. Σημαντικό δεν είναι μόνο το «να πούμε όχι», αλλά και να αντέξουμε το άγχος που το συνοδεύει. Εκεί βρίσκεται η ψυχοδυναμική πρόκληση: να αντιμετωπίσουμε την εσωτερική φωνή που φοβάται την απόρριψη και να της απαντήσουμε με φροντίδα.
Παράλληλα, και στην κοινωνική ζωή, η έλλειψη ορίων οδηγεί σε συναισθηματική υπερφόρτιση. Άνθρωποι που δεν θέλουν να απογοητεύσουν κανέναν καταλήγουν να αναλαμβάνουν συνεχείς υποχρεώσεις: κάθε πρόσκληση γίνεται υποχρεωτική, κάθε αίτημα φίλου πρέπει να ικανοποιηθεί. Αυτό, συχνά, γεννά πικρία, αλλά επειδή δεν εκφράζεται, μετατρέπεται σε αθόρυβη απομάκρυνση. Η ψυχική υγεία, όμως, απαιτεί κάτι διαφορετικό: το θάρρος να λέμε «δεν μπορώ», όχι από αδιαφορία, αλλά από σεβασμό προς τον εαυτό μας και τις αληθινές μας δυνατότητες.
Ένα παράδειγμα: Ο Νίκος, εργαζόμενος στον χώρο της πληροφορικής, έφτασε σε σημείο να κοιμάται ελάχιστα, φοβούμενος ότι θα χάσει επαγγελματικές ευκαιρίες. Κάθε Σαββατοκύριακο δεχόταν κοινωνικές προσκλήσεις που δεν ήθελε να απορρίψει. Το αποτέλεσμα ήταν μια ζωή χωρίς ανάπαυση. Μέσα από ψυχοθεραπεία, συνειδητοποίησε ότι η δυσκολία του να βάζει όρια προερχόταν από την ανάγκη του να μην απογοητεύσει κανέναν, μια ανάγκη που είχε μάθει ως παιδί, όταν μόνο με τη συμμόρφωση κέρδιζε αποδοχή. Όταν τόλμησε να δοκιμάσει το «όχι» σε μικρές δόσεις, δηλαδή να απορρίψει ένα επιπλέον project ή μια κοινωνική έξοδο, βίωσε έντονο άγχος, αλλά και μια αίσθηση ανακούφισης. Σιγά σιγά, οι σχέσεις του έγιναν πιο ουσιαστικές, γιατί άρχισε να συμμετέχει εκεί όπου πραγματικά ήθελε.
Η φροντίδα του εαυτού μέσα από τα όρια δεν είναι πολυτέλεια, αλλά όρος επιβίωσης. Αν δεν διαφυλάξουμε τον χρόνο και την ενέργειά μας, κανείς άλλος δεν θα το κάνει για εμάς. Η ψυχοδυναμική θεώρηση μάς υπενθυμίζει ότι το να μάθουμε να βάζουμε όρια στην εργασία και στις κοινωνικές μας συναναστροφές σημαίνει, βαθύτερα, να αποδεχτούμε πως η αξία μας δεν εξαρτάται από το «πόσο δίνουμε» ή «πόσο αντέχουμε». Εξαρτάται από το ότι υπάρχουμε, με τις ανάγκες, τις επιθυμίες και την ευαλωτότητά μας.
Συναισθηματική εξουθένωση
Όρια στις στενές σχέσεις – η λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην εγγύτητα και την αυτονομία
Οι πιο δύσκολες δοκιμασίες των ορίων εμφανίζονται στις στενές σχέσεις -συντροφικές, οικογενειακές, ακόμα και φιλικές. Εκεί όπου η επιθυμία για εγγύτητα συναντά την ανάγκη για αυτονομία, και συχνά συγκρούεται μαζί της. Η ψυχοδυναμική θεώρηση μάς βοηθά να καταλάβουμε ότι η δυσκολία να οριοθετηθούμε δεν είναι απλώς θέμα «τεχνικής», αλλά βαθιά ριζωμένη στον τρόπο που βιώσαμε τις πρώτες μας σχέσεις.
Για πολλούς ανθρώπους, η αγάπη και η φροντίδα συνδέθηκαν με την αυτοθυσία ή με την απόλυτη διαθεσιμότητα. Αν κάποιος γονιός ήταν υπερπροστατευτικός ή καταπιεστικός, το παιδί μαθαίνει ότι «για να αγαπηθώ, πρέπει να αφήνω τον άλλο να με κατακλύζει». Από την άλλη, αν η φροντίδα ερχόταν υπό όρους, το παιδί μπορεί να πίστεψε πως «πρέπει να κάνω πάντα ό,τι θέλει ο άλλος για να μη με εγκαταλείψει». Στην ενήλικη ζωή, αυτά τα μοτίβα μεταφέρονται αυτούσια: άνθρωποι που δυσκολεύονται να πουν «όχι» στον σύντροφο ή στους φίλους τους, που αποφεύγουν συγκρούσεις με κάθε κόστος, που υπομένουν καταστάσεις εις βάρος της ψυχικής τους ισορροπίας.
Η ουσία, ωστόσο, είναι ότι χωρίς όρια δεν υπάρχει αληθινή σχέση. Αν δίνω πάντα χωρίς να εκφράζω τι θέλω, τότε ο άλλος σχετίζεται με μια «συμβατή εκδοχή» μου, όχι με εμένα τον ίδιο. Το τίμημα είναι η αόρατη πίκρα, η αίσθηση ότι «δεν με βλέπουν». Από την άλλη, αν τα όρια γίνουν υπερβολικά άκαμπτα, τότε μετατρέπονται σε τείχη που δεν αφήνουν τον άλλο να πλησιάσει. Η ισορροπία βρίσκεται στη διαρκή διαπραγμάτευση: πόσο κοντά επιθυμώ να είμαι και πόσο χώρο χρειάζομαι για να αναπνέω.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα ζευγάρια όπου ο ένας σύντροφος ζητά συνεχώς περισσότερη εγγύτητα, ενώ ο άλλος απομακρύνεται για να μη νιώσει ότι «πνίγεται». Στην πραγματικότητα, και οι δύο αντιδρούν σε πρώιμα βιώματα: ο πρώτος φοβάται την εγκατάλειψη, ο δεύτερος φοβάται την εισβολή. Η θεραπευτική διαδικασία βοηθά να αναγνωρίσουν ότι και οι δύο ανάγκες είναι θεμιτές, και ότι η συνύπαρξη απαιτεί σαφή όρια: να μπορώ να πω «χρειάζομαι χρόνο για εμένα» χωρίς αυτό να σημαίνει απόρριψη. Να μπορώ να ζητήσω «θέλω να είσαι δίπλα μου» χωρίς να σημαίνει ότι διεκδικώ τον έλεγχο.
Σημαντικό είναι, επίσης, να θυμόμαστε ότι το να βάζουμε όρια στις σχέσεις δεν είναι πράξη εναντίον του άλλου, αλλά υπέρ και των δύο. Μια σχέση χωρίς σαφή όρια γίνεται πεδίο σύγχυσης, όπου οι ανάγκες μπερδεύονται και τα συναισθήματα συσσωρεύονται μέχρι να ξεσπάσουν. Αντίθετα, τα όρια δημιουργούν ένα πλαίσιο ασφάλειας: ο άλλος ξέρει πού βρίσκομαι, τι αντέχω και τι όχι. Αυτό επιτρέπει να οικοδομηθεί αμοιβαία εμπιστοσύνη.
Η ψυχοδυναμική ματιά μας δείχνει ότι κάθε φορά που λέμε «όχι» σε έναν αγαπημένο, στην πραγματικότητα αντιμετωπίζουμε το φάντασμα ενός παλιού φόβου, ότι, δηλαδή, το «όχι» θα σημάνει εγκατάλειψη. Όμως, με την εμπειρία διαπιστώνουμε ότι η σχέση που αντέχει τα όρια γίνεται πιο ώριμη και πιο ζωντανή. Όταν ο άλλος μάθει να μας βλέπει όπως πραγματικά είμαστε, και όχι όπως προσαρμοζόμαστε, τότε γεννιέται η αληθινή εγγύτητα.
Στο τέλος, τα όρια στις στενές σχέσεις δεν είναι τείχη, αλλά γέφυρες. Δεν είναι γραμμές που μας χωρίζουν, αλλά πλαίσια που μας επιτρέπουν να συναντηθούμε χωρίς να χαθούμε. Το να μπορώ να πω «εδώ είμαι εγώ» και ταυτόχρονα «εδώ σε χωράω κι εσένα» είναι ίσως η πιο ώριμη μορφή αγάπης.
Ενοχή
Επίλογος – Τα όρια ως πράξη αυτοσεβασμού και ψυχικής ελευθερίας
Όταν μιλάμε για όρια, δεν εννοούμε απλώς κανόνες ή γραμμές που θέτουμε για τους άλλους. Μιλάμε για την ουσία της αυτογνωσίας και της αυτοφροντίδας. Τα όρια είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο ο εαυτός μας μπορεί να υπάρξει με ασφάλεια, να αναπτυχθεί, να εκφραστεί, χωρίς να χάσει την επαφή με την προσωπική αλήθεια. Από ψυχοδυναμική σκοπιά, η ικανότητα να βάζουμε όρια συνδέεται άμεσα με το πώς βιώσαμε τις πρώτες μας σχέσεις: αν νιώσαμε ότι η φωνή μας είχε σημασία, αν οι ανάγκες μας γίνονταν σεβαστές, αν η αγάπη ήταν δεδομένη χωρίς όρους. Όσο πιο πολύ έχουμε βιώσει ασφάλεια και αποδοχή, τόσο πιο εύκολα μπορούμε να αντισταθούμε στην ενοχή ή στο άγχος που συνοδεύει ένα «όχι».
Η άσκηση των ορίων δεν είναι μια στιγμή, αλλά συνεχής πρακτική. Στην εργασία, μας προστατεύει από την εξουθένωση, στην κοινωνική ζωή, μας επιτρέπει να συνδεόμαστε χωρίς να χάνουμε τον εαυτό μας, στις στενές σχέσεις, μας επιτρέπει να αγαπάμε αληθινά, χωρίς θυσίες που να καταπιέζουν την ψυχή μας. Όλα αυτά είναι πράξεις αυτοσεβασμού, που ενδυναμώνουν την ψυχική μας υγεία και δημιουργούν ένα εσωτερικό έδαφος όπου μπορούμε να αναπνέουμε και να υπάρχουμε.
Ένα ακόμη κομβικό σημείο είναι η αναγνώριση των συναισθημάτων που αναδύονται όταν θέτουμε όρια. Αίσθημα ενοχής, φόβος απόρριψης, ανασφάλεια ή ακόμα και θυμός είναι φυσιολογικά. Δεν σημαίνει ότι τα όρια είναι λάθος, αλλά ότι αγγίζουμε παλιά τραύματα. Η ψυχοδυναμική θεώρηση μας διδάσκει να τα παρατηρούμε, να τα κατονομάζουμε και να τα διαχειριζόμαστε χωρίς να αφήνουμε τις παλιές φωνές να μας καθορίζουν. Κάθε «όχι» που εκφράζουμε με συνειδητότητα και φροντίδα είναι μια μικρή νίκη για τον εαυτό μας.
Η εφαρμογή ορίων δεν σημαίνει ψυχρότητα ή απόσταση, αλλά σεβασμό τόσο προς τον εαυτό μας όσο και προς τους άλλους. Η σχέση με τον εαυτό μας γίνεται πιο αληθινή, και έτσι και οι σχέσεις μας γίνονται πιο ώριμες. Όταν γνωρίζουμε τι μπορούμε να δώσουμε και τι χρειαζόμαστε, μπορούμε να αγαπήσουμε χωρίς υπονομεύσεις, να συνεργαστούμε χωρίς καταπίεση, να συνδεθούμε χωρίς να χάνουμε τον εαυτό μας.
Στο βάθος, τα όρια είναι μια πράξη ψυχικής ελευθερίας. Μας δίνουν τη δυνατότητα να ζούμε με πληρότητα, να αναγνωρίζουμε τις ανάγκες μας και να τις προστατεύουμε. Όχι γιατί θέλουμε να απομακρύνουμε τον κόσμο, αλλά γιατί θέλουμε να είμαστε πραγματικά παρόντες, για εμάς και για όσους αγαπάμε. Είναι η λεπτή τέχνη να λέμε «εδώ είμαι εγώ», με σεβασμό και αλήθεια, και ταυτόχρονα «εδώ σε χωράω κι εσένα», με αγάπη και αυθεντικότητα.
Η ζωή με όρια δεν είναι εύκολη, απαιτεί θάρρος, επίγνωση και πρακτική. Αλλά η ανταμοιβή είναι ανεκτίμητη: η ψυχική ισορροπία, η αυθεντική συναισθηματική σύνδεση και η αίσθηση ότι η ζωή μάς ανήκει. Στο τέλος, η ικανότητα να βάζουμε όρια είναι ίσως η πιο καθοριστική δεξιότητα για να ζούμε με πληρότητα και με ελευθερία, προστατεύοντας τον εαυτό μας και ενισχύοντας, ταυτόχρονα, τις σχέσεις μας με τον κόσμο.
Dr. Σάββας Ν. Σαλπιστής, M.Sc., Ph.D.
Κλινικός Ψυχολόγος Πανεπιστημίου Στοκχόλμης ενηλίκων και παίδων
Διπλωματούχος Ψυχοθεραπευτής
Βασιλικού Ιατροχειρουργικού Ινστιτούτου Karolinska Στοκχόλμης
Για την υπηρεσία online ψυχολόγος (online συνεδρίες) κάντε κλικ ΕΔΩ
Για ραντεβού στο γραφείο του Σάββα Ν. Σαλπιστή Ph.D. κάντε κλικ ΕΔΩ