Τηλεφωνο

Τηλέφωνο επικοινωνίας : 2310.23.45.87

Email

salpistis@i-psyxologos.gr

Διεύθυνση γραφείου

Διεύθυνση γραφείου: Πατριάρχου Ιωακείμ 10, Θεσσαλονίκη (κέντρο)

Εισαγωγή

Η αχαριστία είναι μια από τις πιο σιωπηλές και ύπουλες μορφές πόνου στις ανθρώπινες σχέσεις. Δεν εκρήγνυται ούτε τραυματίζει με θόρυβο. Αντίθετα, αφήνει πίσω της μια αίσθηση κενού, σαν να έδωσες κάτι πολύτιμο και αυτό να χάθηκε μέσα σε ένα πηγάδι που δεν επιστρέφει ούτε ηχώ. Η αχαριστία δεν είναι απλώς η απουσία ενός «ευχαριστώ». Είναι η εμπειρία του να βλέπεις τον κόπο, τη φροντίδα ή την προσφορά σου να περνούν απαρατήρητα, σαν να μην υπήρξαν ποτέ.

Οι άνθρωποι έχουν μια βαθιά ψυχική ανάγκη για αναγνώριση. Από την παιδική ηλικία ακόμη, ένα βλέμμα επιβεβαίωσης, μια λέξη εκτίμησης, η απλή αίσθηση ότι «με βλέπουν», άρα, λοιπόν, «με υπολογίζουν» αποτελούν ακρογωνιαίους λίθους στη θεμελίωση της αυτοεκτίμησής μας. Όταν αυτά λείπουν, όταν η προσφορά συναντά αδιαφορία, γεννιέται μια εσωτερική ρωγμή που εύκολα μετατρέπεται σε απογοήτευση και πικρία.

Η αχαριστία δεν είναι μόνο προσωπικό βίωμα, είναι και κοινωνικό φαινόμενο. Στον τρόπο που αναγνωρίζουμε ή αγνοούμε τους άλλους, καθρεφτίζεται η ηθική και η κουλτούρα μιας κοινότητας. Εκεί όπου η αχαριστία κυριαρχεί, οι σχέσεις γίνονται εργαλειακές, στηριγμένες περισσότερο στο «τι παίρνω» και λιγότερο στο «τι μοιράζομαι».

Ωστόσο, η αχαριστία δεν πρέπει να ιδωθεί μόνο ως αδυναμία του άλλου. Συχνά φωτίζει και τις δικές μας εσωτερικές ανάγκες: την ανάγκη μας να αγαπηθούμε, να επιβεβαιωθούμε, να νιώσουμε ότι η ύπαρξή μας έχει σημασία για κάποιον. Έτσι, το φαινόμενο της αχαριστίας λειτουργεί σαν καθρέφτης, αναδεικνύοντας όχι μόνο το κενό της σχέσης αλλά και τα τρωτά της ψυχής μας.

 

Η ψυχολογική διάσταση της αχαριστίας

Η αχαριστία δεν είναι μόνο μια εξωτερική πράξη ή μια απουσία λέξεων, είναι κυρίως ένα εσωτερικό βίωμα. Όταν κάποιος δεν αναγνωρίζει την προσφορά μας, νιώθουμε σαν να αμφισβητείται η αξία μας. Αυτό συμβαίνει γιατί η ανθρώπινη ψυχή έχει ανάγκη από αντανάκλαση∙ από το να βλέπει τον εαυτό της μέσα από τα μάτια του άλλου. Όπως το παιδί χρειάζεται το βλέμμα της μητέρας για να νιώσει ότι υπάρχει, έτσι και ο ενήλικας χρειάζεται την αναγνώριση για να νιώσει ότι οι πράξεις του έχουν σημασία.

Η αχαριστία πληγώνει επειδή αγγίζει την καρδιά της αυτοεκτίμησης. Όταν οι κόποι μας περνούν απαρατήρητοι, μπορεί να γεννηθεί η αίσθηση ότι «δεν είμαι αρκετός», ότι «δεν αξίζει αυτό που προσφέρω». Αυτή η αίσθηση δεν αφορά μόνο την εκάστοτε σχέση, αλλά συχνά ξυπνάει παλαιότερες πληγές, ίσως από την παιδική ηλικία, όταν η φροντίδα ή οι ανάγκες μας δεν αναγνωρίστηκαν.

Πολλές φορές, η αχαριστία συνδέεται με τον ναρκισσισμό ή τον εγωκεντρισμό του άλλου. Ένας άνθρωπος κλεισμένος στον εαυτό του, που βλέπει τους γύρω του ως μέσα για την ικανοποίηση των δικών του αναγκών, δεν διαθέτει τον ψυχικό χώρο για να δει την προσφορά. Όμως, ακόμη κι αν η αχαριστία έχει τις ρίζες της στην ψυχολογία του άλλου, το βάρος το κουβαλά εκείνος που πρόσφερε.

Η ψυχολογική διάσταση της αχαριστίας σχετίζεται, επίσης, και με τις προσδοκίες. Όσο πιο πολύ επενδύουμε σε μια σχέση, όσο πιο πολύ περιμένουμε αναγνώριση, τόσο πιο οδυνηρή είναι η αδιαφορία. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι προσδοκίες είναι λάθος, είναι ανθρώπινες, αλλά όταν δεν βρίσκουν ανταπόκριση, το κενό που αφήνουν γίνεται βαρύ και δυσβάσταχτο.

Στην πραγματικότητα, η αχαριστία μας θυμίζει πόσο εύθραυστη είναι η ισορροπία ανάμεσα στο «δίνω» και στο «παίρνω». Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει νιώσει έστω και μια φορά στη ζωή του την πικρή γεύση της. Κι αυτό γιατί, στο βάθος, η αχαριστία δεν μιλά μόνο για τον άλλον, μιλά και για εμάς: για την ανάγκη μας να αγαπηθούμε, να μετράει η ύπαρξή μας.

Αχαριστία

Αχαριστία στις σχέσεις

Η αχαριστία αποκαλύπτεται πιο έντονα μέσα στις στενές σχέσεις, εκεί όπου οι δεσμοί της αγάπης, της φιλίας ή της συνεργασίας δημιουργούν προσδοκίες αμοιβαιότητας. Δεν είναι τυχαίο ότι η πικρία της αχαριστίας βιώνεται πιο οδυνηρά όχι απέναντι σε ξένους, αλλά απέναντι σε εκείνους που θεωρούμε «δικούς μας».

Στις οικογένειες, η αχαριστία συχνά εκφράζεται ως αδυναμία να αναγνωριστούν οι θυσίες. Ένας γονιός μπορεί να αφιερώσει τη ζωή του για το καλό του παιδιού, μόνο και μόνο για να εισπράξει αργότερα αδιαφορία ή ακόμη και απόρριψη. Από την άλλη, ένα παιδί μπορεί να νιώθει ότι οι ανάγκες και τα συναισθήματά του παραμελήθηκαν, χωρίς ποτέ να ακουστεί ο πόνος του. Η αχαριστία σε αυτό το πλαίσιο γίνεται πληγή που περνάει από γενιά σε γενιά.

Στις φιλίες, η αχαριστία εμφανίζεται όταν η ανιδιοτελής προσφορά αντιμετωπίζεται σαν δεδομένη. Ο φίλος που στέκεται, που ακούει, που στηρίζει στις δύσκολες στιγμές, μπορεί να βιώσει την πικρία της εγκατάλειψης όταν έρθει η δική του σειρά να χρειαστεί στήριξη. Το αίσθημα τότε δεν είναι απλώς «με ξέχασαν», αλλά «η σχέση μας δεν είχε το βάθος που νόμιζα».

Στο εργασιακό περιβάλλον, η αχαριστία παίρνει συχνά τη μορφή της μη αναγνώρισης κόπου. Ένας εργαζόμενος που δίνει τον καλύτερό του εαυτό, που προσφέρει ιδέες και ενέργεια, μπορεί να νιώσει αόρατος αν η συμβολή του αγνοείται. Η αίσθηση αδικίας και μη δικαίωσης μπορεί να οδηγήσει σε απογοήτευση, απώλεια κινήτρου και τελικά σε εσωτερική αποξένωση από το ίδιο το έργο του.

Η αχαριστία στις σχέσεις δεν αφορά μόνο την έλλειψη λέξεων, αλλά κυρίως την απουσία πράξεων. Ένα απλό «ευχαριστώ» μπορεί να ειπωθεί μηχανικά, όμως η αληθινή αναγνώριση φαίνεται στις στάσεις και στις επιλογές. Εκεί όπου λείπει η συνέπεια ανάμεσα σε λόγια και πράξεις, η αχαριστία γίνεται εμφανής και αφήνει το σημάδι της.

 

Η σχέση του ευεργέτη με τον ευεργετημένο : Μια ασύμμετρη σιωπηλή ιστορία

Υπάρχει μια μορφή σχέσης που δεν μοιάζει με τις άλλες. Δεν βασίζεται στην ανταλλαγή, ούτε στη σύμβαση. Είναι η σχέση του ανθρώπου που δίνει -από ψυχή, από πίστη κι από ελπίδα- με τον άνθρωπο που λαμβάνει. Όχι απλώς χρήματα ή υλικά, αλλά φροντίδα, εμπιστοσύνη, πίστωση ζωής. Αυτή η σχέση, η τόσο ευγενής, είναι ταυτόχρονα μια από τις πιο ευάλωτες,γιατί είναι βαθιά ασύμμετρη.

Ο ευεργέτης -είτε είναι θεραπευτής, φίλος, συγγενής ή δάσκαλος- παίρνει μια απόφαση: να προσφέρει χωρίς να ζητήσει. Να σταθεί δίπλα στον άλλον χωρίς τιμολόγιο για την καρδιά του. Η πράξη αυτή έχει κάτι από την ιερότητα της αγάπης, του λειτουργήματος, της πίστης στον άνθρωπο. Δεν προϋποθέτει ανταπόδοση. Αλλά ελπίζει στην αξιοπρέπεια, στην ηθική συνείδηση, στην αμοιβαία ανθρώπινη αναγνώριση.

Από την άλλη, ο ευεργετημένος βρίσκεται στη θέση της ανάγκης. Είναι τρωτός, αλλά και ελεύθερος. Κι εκεί δοκιμάζεται κάτι πολύ βαθύτερο: η ικανότητά του να θυμάται ποιος ήταν αυτός που του στάθηκε, όταν οι άλλοι σχεδόν δεν υπήρχαν. Η δυνατότητά του να μη θεωρήσει το δώρο αυτό ως κάτι αυτονόητο. Να μη συνηθίσει την προσφορά σαν κάτι που του ανήκει ή που του χρωστούν.

Όταν ο δεχόμενος ξεχάσει -ή χειρότερα, εκμεταλλευτεί- δεν προδίδει μόνο τον Άλλον. Προδίδει μια σχέση που χτίστηκε πάνω στην εμπιστοσύνη. Και ο ευεργέτης, τότε, μένει με το βάρος μιας διπλής πληγής: τόσο της οικονομικής ή πρακτικής απώλειας όσο και της συναισθηματικής ματαίωσης.

Είναι δύσκολο να περιγραφεί ο πόνος όταν αυτός που σήκωσες, σου γυρίζει την πλάτη. Κι όμως, αυτός είναι ο αόρατος κίνδυνος κάθε πράξης γενναιοδωρίας: να καταλήξει να παρερμηνευτεί ως αδυναμία, ως υποχρέωση, ως κάτι αυτονόητο.

Συναισθηματική εκμετάλλευση

Όταν η ευγνωμοσύνη απουσιάζει – Τι μας λέει αυτό για τον Άλλον

Η απουσία ευγνωμοσύνης δεν είναι μια απλή παράλειψη. Είναι ένα υπαρξιακό στίγμα. Όταν κάποιος έχει δεχθεί συνεχή φροντίδα, εμπιστοσύνη και υποστήριξη και, τελικά, δεν αναγνωρίζει τίποτα από όλα αυτά, δεν πρόκειται για απλή αμέλεια. Πρόκειται για μια εσωτερική διαστρέβλωση του δεσμού.

Η αχαριστία, σε τέτοια πλαίσια, δεν είναι μόνο πράξη, αλλά και στάση ύπαρξης. Δείχνει ένα άτομο που, ακόμη κι αν έμοιαζε να θεραπεύεται/βοηθιέται, δεν μπόρεσε ποτέ πραγματικά να σχετιστεί. Που έμαθε να παίρνει, αλλά όχι να βλέπει. Να ζητά, αλλά όχι να λογαριάζει. Να εξυπηρετείται, αλλά όχι να συγκινείται.

Μερικές φορές, η αχαριστία δεν πηγάζει από κακία, αλλά από δομικό ναρκισσισμό, μια αδυναμία να αναγνωριστεί η ύπαρξη του Άλλου ως ξεχωριστό, ισότιμο και σεβαστό άτομο. Το άτομο αυτό ενδέχεται να έχει βαθιά εδραιωμένα σχήματα όπως:

  • «Αυτό μου αξίζει» : βλέπει την προσφορά όχι ως δώρο, αλλά ως φυσική υποχρέωση του Άλλου.
  • «Αφού δε ζήτησε, δεν χρειάζεται» : αρνείται, δηλαδή, να φανεί υπόλογος, επειδή ο άλλος δεν διεκδίκησε ανοιχτά.
  • «Δεν είμαι εγώ υπεύθυνος για τα αισθήματά του» : αποσυνδέεται ηθικά, σαν να είναι ουδέτερος παρατηρητής.
  • «Αφού έχει σταματήσει να μου δίνει, θα εκδικηθώ/τιμωρήσω»: η προσφορά του Άλλου θεωρείται ως δικαίωμα που, αν δεν συνεχιστεί, δίνει το δικαίωμα για «αντίποινα» και ταυτόχρονα μπορεί να απαλλάσσει και από ενοχές.

Όταν, μάλιστα, η απομάκρυνση συνδυάζεται με αδιαφορία απέναντι στην ανθρώπινη ανάγκη του ευεργέτη, όπως π.χ. στην ασθένειά του ή την οικονομική του δυσκολία, τότε βλέπουμε το πλήρες πρόσωπο της ναρκισσιστικής αποκοπής: μια παγωμένη ψυχή που επιλέγει τη διαγραφή αντί για την ελάχιστη έκφραση αναγνώρισης ή ευγνωμοσύνης.

Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι το άτομο είναι “κακό”, αλλά πως τόσο μπορεί, πως είναι ασυνείδητα βαθιά προσανατολισμένο στον εαυτό του, με σοβαρά ψυχικά ελλείματα που δεν του επιτρέπουν να δει τη ζωή ως πεδίο σχέσης, ευθύνης και ηθικής ενσυναίσθησης.

Και αυτή η διαπίστωση δεν είναι μόνο διάγνωση. Είναι πένθος.

 

Η ψευδαίσθηση του δεσίματος – Όταν η όποια σχέση δεν έγινε ποτέ σχέση

Στην επιφάνεια, ο άνθρωπος αυτός, αν πρόκειται, για παράδειγμα, για μια θεραπευτική σχέση, μπορεί να δείχνει δεμένος με τη θεραπεία: να έρχεται τακτικά, να μιλά, να αλλάζει, να εξελίσσεται, να μοιράζεται κομμάτια του εαυτού του, να ακούει, να συμμετέχει. Και, όμως, κάτι θεμελιώδες ίσως να μην έχει συμβεί ποτέ πραγματικά: να δημιουργηθεί μέσα του σχέση.

Γιατί η σχέση, σε ψυχαναλυτικό και υπαρξιακό επίπεδο, δεν είναι μόνο μια συναλλαγή ή μια σταθερή παρουσία. Είναι συνάντηση συνειδήσεων. Είναι το να βλέπω τον Άλλον όχι μόνο ως κάποιον που με βοηθά, αλλά και ως ύπαρξη με όρια, ανάγκες, παρουσία και δικαίωμα.

Πολλές φορές, ο θεραπευτής μετατρέπεται -ασυνείδητα- σε μητρική φιγούρα που “δεν χρειάζεται τίποτα”, σε ένα “δοχείο” αέναης κατανόησης. Κι έτσι, δεν θεμελιώνεται ποτέ μια πραγματική αμοιβαιότητα. Ο θεραπευόμενος παίζει το ρόλο του “παιδιού που σώζεται”, χωρίς να αναπτύσσει ποτέ την ικανότητα να βλέπει τον θεραπευτή ως πρόσωπο.

Αυτό δεν είναι μόνο άμυνα. Είναι και αποτυχία μεταβίβασης. Η θεραπευτική σχέση μπορεί να λειτουργεί, να βοηθά, να στηρίζει, αλλά να παραμένει μονόπλευρη. Το άτομο χρησιμοποιεί τον χώρο της θεραπείας ως “δεξαμενή” προσωπικής ενδυνάμωσης, αλλά δεν επενδύει κι ούτε δεσμεύεται ουσιαστικά στο ανθρώπινο βάθος της σχέσης.

Γι’ αυτό, όταν έρθει η στιγμή που η σχέση δοκιμάζεται -με μια απαίτηση, ένα αίτημα, μια ανθρώπινη ανάγκη του θεραπευτή- ο άλλος φεύγει χωρίς καν να κοιτάξει πίσω. Γιατί δεν “φεύγει” από έναν άνθρωπο, φεύγει από έναν ρόλο που δεν τον εξυπηρετεί πια. Και αυτός είναι ο πυρήνας της ματαίωσης: να συνειδητοποιείς, αργά ή γρήγορα, ότι αυτό που για σένα ήταν πραγματικό, για τον Άλλον ήταν μηχανισμός.

Όχι επειδή εξαπατήθηκες, αλλά επειδή είχες ελπίσει ότι μπορεί να γίνει αλλιώς.

Ναρκισσισμός

Το χρέος που δεν μετριέται με χρήματα – Η ηθική οφειλή που ποτέ δεν πληρώθηκε

Υπάρχουν χρέη που δεν αποτυπώνονται σε λογαριασμούς. Δεν μετριούνται σε ευρώ ή σε συνεδρίες. Είναι το άτυπο, υπαρξιακό, ανθρώπινο χρέος που ορίζεται από τη σύνδεση: το χρέος της αναγνώρισης, της ευγνωμοσύνης, της ενσυναίσθησης. Το χρέος του να πεις: “Αναγνωρίζω τι μου έδωσες”.

Όταν κάποιος σε στηρίζει για χρόνια, όταν σε βλέπει στα πιο ευάλωτα και σκοτεινά σου σημεία, όταν γίνεται το πρόσωπο που πιστεύει σε σένα πιο πολύ απ’ όσο εσύ ο ίδιος στον εαυτό σου, τότε η ευγνωμοσύνη δεν είναι υποχρέωση, είναι αντανακλαστικό ανθρώπινο. Αν λείπει, κάτι βαθύ μέσα στον άνθρωπο αυτόν έχει παραμείνει παγωμένο ή ένα ανοιχτό κενό που χάσκει.

Το ότι κάποιος μπορεί, για παράδειγμα, να χρωστάει δεκάδες χιλιάδες ευρώ και να μην ρωτήσει καν τον Άλλον “πώς είσαι;” όταν περνάει, για παράδειγμα, ένα πρόβλημα ζωής ή θανάτου, τότε το θέμα δεν είναι απλά οικονομικό. Είναι θέμα ήθους και δεσμού. Στην περίπτωση αυτή, δεν ζητά κάποιος απλά να του δοθεί πίσω η οφειλή, ζητά ένα σημάδι ότι η προσφορά καταγράφηκε στην καρδιά.

Στη δομή πολλών ναρκισσιστικών προσωπικοτήτων, όμως, το “χρωστάω” βιώνεται ως απειλή. Η παραδοχή ότι κάποιος τους έδωσε κάτι βαθύ δημιουργεί εσωτερικό άγχος, σχεδόν ντροπή. Γι’ αυτό και πολλοί -αντί να παραδεχτούν την οφειλή- τη διαγράφουν από το μυαλό τους, όπως σβήνεις ένα όνομα από έναν τηλεφωνικό κατάλογο. Και κάπως έτσι, ο άνθρωπος που τους στήριξε γίνεται “ανύπαρκτος”, ο «Κανένας».

Αυτή η απουσία ανταπόδοσης, όμως, δεν είναι απλώς προσωπική συμπεριφορά. Είναι μια σχέση με τον κόσμο. Όποιος λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο απέναντι, π.χ. σε έναν θεραπευτή, πιθανότατα λειτουργεί έτσι και σε γονείς, φίλους, συντρόφους: παίρνει χωρίς να δίνει. Αξιοποιεί χωρίς να τιμά. Και μετά αποσύρεται σιωπηλά, σαν να μην υπήρξε τίποτα.

Δεν είναι τα χρήματα. Είναι το σχήμα. Και αυτό το σχήμα μας πληγώνει πιο πολύ από κάθε λογιστικό υπόλοιπο.

 

Ο θυμός του ευεργέτη – Όταν η ματαίωση δεν είναι μόνο προδοσία, αλλά και απώλεια νοήματος

Ο θυμός του ανθρώπου που έδωσε δεν είναι κοινός θυμός. Δεν είναι απλώς παράπονο ή αγανάκτηση. Είναι πένθος. Γιατί, όταν έχεις επενδύσει με πίστη, στοργή, σταθερότητα, και το πρόσωπο που ωφελήθηκε εξαφανίζεται, νιώθεις πως όχι μόνο προδόθηκες, αλλά και πως γελοιοποιήθηκε το ίδιο το νόημα της προσφοράς σου.

Ο θεραπευτής, όπως και κάθε άνθρωπος που στέκεται πραγματικά δίπλα σε έναν Άλλον, δεν δίνει “για να πάρει”, αλλά ούτε και για να εξαϋλωθεί. Η βαθύτερη επιθυμία του είναι να έχει υπάρξει, να έχει αξία η παρουσία του μέσα στην ψυχή του άλλου. Όχι ως θεός ή σωτήρας, αλλά ως ζωντανή, υπαρκτή, αναγνωρίσιμη σχέση.

Όταν αυτό δεν συμβαίνει, όταν το “ευχαριστώ” δεν έρχεται, όταν το “τι κάνεις” δεν λέγεται ποτέ, όταν η προσφορά σβήνεται σαν να μην έχει γίνει ποτέ, τότε ο ευεργέτης δεν θυμώνει επειδή του οφείλουν, αλλά επειδή αφαιρέθηκε η ύπαρξή του μέσα στον άλλον.

Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο θυμός είναι σύνθετος. Είναι προδοσία, ματαίωση, ντροπή, αυτοαμφισβήτηση. “Πώς μπόρεσε να το κάνει αυτό σε μένα;” “Μήπως εγώ το προκάλεσα;” “Μήπως ήμουν αφελής;”. Είναι ο θυμός της παραβιασμένης εμπιστοσύνης, όχι μόνο του ανικανοποίητου χρέους.

Και, δυστυχώς, είναι κι ένας θυμός δύσκολος να ειπωθεί. Γιατί συχνά ο ευεργέτης ντρέπεται να πει ότι πληγώθηκε. Φοβάται πως θα ακουστεί μικροπρεπής, υστερόβουλος ή “εγωιστής”. Όμως δεν είναι εγωισμός να περιμένεις ανθρωπιά. Είναι το ελάχιστο.

Η αδικία της αχαριστίας δεν έχει πάντα φωνή. Μα όταν την ονοματίσεις, δικαιώνεις το κομμάτι σου που ένιωσε πως άξιζε τουλάχιστον ένα βλέμμα πίσω.

Απώλεια εμπιστοσύνης

Η άρνηση της οφειλής ως μηχανισμός άμυνας :  Ήταν ανάγκη ή επιλογή;

Υπάρχουν άνθρωποι που, για να διατηρήσουν την εσωτερική τους συνοχή, αρνούνται πως οφείλουν οτιδήποτε σε οποιονδήποτε. Όχι επειδή είναι απλώς αγνώμονες, αλλά γιατί η αναγνώριση της οφειλής τούς καθιστά ευάλωτους και εξαρτημένους στα μάτια τους. Και αυτό δεν το αντέχουν.

Σε μια τέτοια ψυχική δομή, η παραδοχή ότι κάποιος τους βοήθησε, τους στήριξε ή τους άλλαξε τη ζωή σημαίνει αναγνώριση αδυναμίας, παραδοχή εξάρτησης, ίσως ακόμα και ντροπή. Το να πουν “χρωστάω” ισοδυναμεί με το να νιώσουν μικροί, εξουθενωμένοι ή ταπεινωμένοι. Γι’ αυτό, το διαγράφουν. Το εξαφανίζουν. Το αποσυνδέουν από το αφήγημά τους.

Η άρνηση της οφειλής, σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι αμυντικός μηχανισμός, συχνά ασυνείδητος. Εντάσσεται σε ένα εσωτερικό σχήμα του τύπου: “Δεν χρωστάω σε κανέναν”, “Ό,τι έγινα, το έκανα μόνος μου”, “Όλα ήταν απλώς μια συναλλαγή”, ακόμα και όταν η πραγματικότητα είναι/ήταν πολύ διαφορετική.

Και τότε, το παρελθόν ξαναγράφεται. Το πρόσωπο που έπαιξε κρίσιμο ρόλο στη θεραπεία, στην επανόρθωση, στην ανασυγκρότηση του εαυτού τους, εξοβελίζεται από τη μνήμη ή υποβιβάζεται: “Δεν έκανε και κάτι σπουδαίο”, “Μου χρωστούσε, γιατί αυτός είναι ο ρόλος του”, “Δεν ήταν δική του η βοήθεια, εγώ το πάλεψα”.

Αυτό δεν είναι τυχαίο. Είναι αποτέλεσμα μιας εσωτερικής σύγκρουσης ανάμεσα στην ανάγκη για βοήθεια και τον τρόμο της εξάρτησης. Όσο μεγαλύτερη ήταν η ανάγκη, τόσο πιο μεγάλη η πιθανότητα η βοήθεια να απωθηθεί σαν κάτι επικίνδυνο ή εξευτελιστικό.

Το ερώτημα που γεννιέται, όμως, είναι βαθύτερο: αν η αχαριστία αυτή ήταν μια αναπόφευκτη άμυνα ή μια ηθική επιλογή. Γιατί άλλο το “Δεν μπορώ να παραδεχτώ”, και άλλο το “Δεν θέλω να σε τιμήσω”. Το πρώτο εμπεριέχει ψυχικό πόνο. Το δεύτερο, συνειδητή σκληρότητα.

 

Όταν η προσφορά καταγράφεται ως δικαίωμα εκμετάλλευσης: Η παρερμηνεία της αγάπης ως αδυναμίας

Υπάρχει μια ιδιαίτερα επώδυνη διαστρέβλωση που συχνά βιώνουν όσοι αγαπούν ή φροντίζουν βαθιά: η προσφορά τους ερμηνεύεται όχι ως δύναμη ψυχής, αλλά ως περιθώριο εκμετάλλευσης. Ο άλλος δεν βλέπει το δόσιμο ως επιλογή ελευθερίας ή γενναιοδωρίας, αλλά ως “πάτημα” για να ζητά κι άλλο, χωρίς όριο, χωρίς αμοιβαιότητα, χωρίς καν αναγνώριση.

Πίσω από αυτή τη διαστρέβλωση, υπάρχει συχνά ένα εσωτερικό σχήμα που λέει: «Όποιος δίνει πολλά, δεν έχει ανάγκη». Ή ακόμη χειρότερα: «Αν δίνει τόσο, κάτι θα θέλει, άρα μπορώ κι εγώ να πάρω χωρίς ενοχές». Σ’ αυτή τη στρεβλή ανάγνωση της αγάπης, η φροντίδα παύει να είναι δώρο και θεωρείται υποχρέωση, η εμπιστοσύνη παύει να είναι τιμή και γίνεται ευκολία.

Ειδικά σε σχέσεις μακροχρόνιες -όπως η θεραπευτική, ή ακόμη και οι γονεϊκές ή φιλικές- η σταθερότητα αυτού που προσφέρει μπορεί να εκληφθεί ως δεδομένη. Και τότε γεννιέται μια ιδιότυπη αλαζονεία στον αποδέκτη: “Θα είναι πάντα εκεί”, “Δεν χρειάζεται να δώσω κάτι πίσω”, “Δεν θα φύγει ποτέ”.

Και όταν, τελικά, τίθεται όριο ή ζητείται η ελάχιστη ανταπόδοση -ακόμα και μόνο σεβασμός ή ανθρώπινο ενδιαφέρον-, εκείνοι που είχαν μάθει να παίρνουν χωρίς κόστος, νιώθουν σχεδόν προδομένοι. Αντί να νιώσουν ευγνωμοσύνη, αισθάνονται πως αδικούνται, πως τους “στερείς” κάτι που τους ανήκει.

Είναι η στιγμή που η αγάπη παρερμηνεύεται ως αδυναμία, η προσφορά ως δουλικότητα και η εμπιστοσύνη ως ανοχή στην εκμετάλλευση. Όχι επειδή ο ευεργετημένος δεν καταλαβαίνει, αλλά επειδή δεν θέλει να αναγνωρίσει το βάρος της αλήθειας: πως κάποιος υπήρξε για εκείνον με τρόπο που δεν θα μπορέσει ίσως ποτέ να ανταποδώσει.

Αυτό όμως δεν ακυρώνει την αξία του προσφέροντος. Ίσα-ίσα. Τον αναδεικνύει, ακόμη και μέσα στην πιο πικρή σιωπή.

Δικαιοσύνη / Αδικία

Το αντίο στον άνθρωπο που βοήθησες – Όταν η σιωπή του δεν είναι ξεχασιά, αλλά απόφαση

Ίσως το πιο οδυνηρό στοιχείο στην ιστορία ενός τέτοιου δεσμού να μην είναι καν το χρέος που δεν ξεπληρώθηκε ή η όποια άλλου είδους ανταπόδοση. Ούτε το ότι ο άλλος εξαφανίστηκε. Αλλά το ότι το έκανε συνειδητά. Όχι από αμέλεια, αλλά από επιλογή.

Η σιωπή του, τότε, δεν είναι αθώα. Δεν είναι αποτέλεσμα αφηρημάδας ή συναισθηματικής αποστασιοποίησης. Είναι ένας τρόπος να αποφύγει την ανάληψη ευθύνης. Να αποδράσει από την αλήθεια του χρέους, της ευεργεσίας, της ανθρώπινης υποχρέωσης να πει έστω: “Σε θυμάμαι”, “Σε ευχαριστώ”, “Δεν μπορώ, αλλά νοιάζομαι”.

Κι όμως, δεν λέει τίποτα. Γιατί το τίποτα, πολλές φορές, κοστίζει λιγότερο από το λίγο. Δεν χρειάζεται να λογοδοτήσει. Δεν εκτίθεται. Δεν θυμάται τι του έδωσες, γιατί ποτέ δεν ήθελε να αναγνωρίσει πόσο εξαρτήθηκε.

Και τότε εσύ μένεις με μια βουβή οργή, ένα κόμπο στο στομάχι, μια διάψευση: πώς γίνεται να έδωσες τόσα, και να μη μετράς ούτε ως άνθρωπος πια;

Σε τέτοιες στιγμές, η αλήθεια είναι σκληρή αλλά λυτρωτική: το πώς σε αποχαιρέτησε δεν ακυρώνει αυτό που ήσουν. Ακυρώνει μόνο αυτό που εκείνος δεν μπόρεσε να γίνει.

Ίσως να μην σου πει ποτέ “ευχαριστώ”. Ίσως να μη σε πλησιάσει ποτέ ξανά. Μα εσύ, μέσα σου, γνωρίζεις τι σήμαινες για εκείνον όταν ακόμη ζούσε στο σκοτάδι του. Ξέρεις πόσο τέντωσες τα όρια της αντοχής σου για να του σταθείς. Ξέρεις την ευεργεσία σου.

Και, κάποτε, αυτή η γνώση αρκεί για να πενθήσεις, να θυμώσεις, και στο τέλος να αποχαιρετήσεις. Όχι εκείνον, αλλά την ιδέα πως θα σε αναγνωρίσει.

Και αυτό είναι το τέλος. Όχι του δεσμού, αλλά της προσδοκίας.

 

Επίλογος  – Το δώρο της αναγνώρισης

Η αχαριστία είναι μια σιωπηλή δύναμη που μπορεί να πληγώσει βαθιά, αλλά ταυτόχρονα προσφέρει πολύτιμα μαθήματα για τη ζωή και τις σχέσεις μας. Μας υπενθυμίζει ότι η αξία μας δεν εξαρτάται από την αναγνώριση των άλλων, ότι οι σχέσεις δεν είναι πάντα αμφίδρομες και ότι οι προσδοκίες μας μπορεί να συγκρούονται με την πραγματικότητα.

Παράλληλα, μας διδάσκει να εκτιμούμε την ευγνωμοσύνη. Κάθε «ευχαριστώ», κάθε μικρή χειρονομία αναγνώρισης, είναι δώρο που ενδυναμώνει, ενώ κάθε πράξη αδιαφορίας μπορεί να μας κάνει να δούμε βαθύτερα τον εαυτό μας και τις ανάγκες μας. Η ευγνωμοσύνη δεν ακυρώνει την πικρία της αχαριστίας, αλλά την υποστηρίζει με φως, δείχνοντας ότι η ζωή έχει και ανταπόδοση, και νόημα, και ζεστασιά.

Η υπέρβαση της αχαριστίας απαιτεί ενσυνειδητότητα, διάκριση και συγχώρηση. Σημαίνει να μην αφήνουμε τον πόνο να μας καθορίσει, να προστατεύουμε την αυτοεκτίμησή μας, και να συνεχίζουμε να δίνουμε χωρίς να περιμένουμε αντάλλαγμα. Είναι μια διαδικασία που μας μαθαίνει να ζούμε με πληρότητα, να αγαπάμε χωρίς όρους, να αναγνωρίζουμε τα καλά που υπάρχουν γύρω μας και να μην αφήσουμε την τοξικότητα του αχάριστου να αλλάξει τις αξίες που έχουμε ως άνθρωποι γενναιόδωροι, υπεύθυνοι, αλληλέγγυοι, με ενσυναίσθηση.

Στο τέλος, η αχαριστία μας καλεί να δούμε τις σχέσεις και τη ζωή με καθαρό βλέμμα: να μάθουμε να διακρίνουμε το ουσιώδες από το περιττό, να μην ταυτιζόμαστε με την αδιαφορία του άλλου, και να εκτιμούμε κάθε πράξη αναγνώρισης ως δώρο. Η σιωπή της αχαριστίας μπορεί να είναι πικρή, αλλά μέσα από αυτήν ανακαλύπτουμε τη δύναμη της ευγνωμοσύνης και τη χαρά της συνειδητής προσφοράς.

Με αυτόν τον τρόπο, η αχαριστία παύει να είναι μόνο πληγή, γίνεται δάσκαλος που μας μαθαίνει ποιοι είμαστε, τι αξίζουμε, και πώς μπορούμε να ζούμε με σεβασμό, αγάπη και αναγνώριση, όχι μόνο για τους άλλους αλλά και για τον ίδιο μας τον εαυτό.

Dr. Σάββας Ν. Σαλπιστής, M.Sc, Ph.D.

Κλινικός Ψυχολόγος Πανεπιστημίου Στοκχόλμης ενηλίκων και παίδων

Διπλωματούχος Ψυχοθεραπευτής

Βασιλικού Ιατροχειρουργικού Ινστιτούτου Karolinska Στοκχόλμης

Για την υπηρεσία online ψυχολόγος (online συνεδρίες) κάντε κλικ ΕΔΩ

Για ραντεβού στο γραφείο του Σάββα Ν. Σαλπιστή Ph.D. κάντε κλικ ΕΔΩ

Προτεινόμενα άθρα

Leave A Comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *