Share the post "Εκρήξεις θυμού: Η κρυμμένη οδύνη πίσω από τις εκρήξεις οργής – Αιτιολογία & διαχείριση"
Εισαγωγή
Υπάρχουν στιγμές που μια λέξη, ένα βλέμμα ή μια μικρή παρεξήγηση φαίνεται να λειτουργούν σαν σπίθα σε ξερόχορτο. Η οργή ξεσπάει με ορμή, ανεξέλεγκτη, φορτισμένη και πολλές φορές δυσανάλογη με το συμβάν που την προκάλεσε. Μπορεί να φωνάξουμε, να χτυπήσουμε πόρτες, να πληγώσουμε με λόγια αυτούς που αγαπάμε. Και μετά, η σιωπή. Το αίσθημα ντροπής. Η αμηχανία. Η απορία: «Γιατί αντέδρασα έτσι;».
Η οργή είναι ένα από τα πιο παρεξηγημένα συναισθήματα. Πολλοί τη θεωρούν αδικαιολόγητη ή απλώς “κακή συμπεριφορά”. Άλλοι φοβούνται τη δική τους οργή τόσο, που τη θάβουν βαθιά μέσα τους, μέχρι να ξεσπάσει και9 πάλι ανεξέλεγκτα. Κάποιοι μεγαλώνουν σε περιβάλλοντα όπου η οργή είναι η μόνη αποδεκτή μορφή συναισθήματος. Όλα τα άλλα συναισθήματα θεωρούνται ως ένδειξη αδυναμίας. Κι έτσι, τα άτομα που λειτουργούν με τον τρόπο αυτό, αντί να εκφράσουν λύπη, αίσθημα αδικίας ή εγκατάλειψης, μαθαίνουν να φωνάζουν. Να σπάνε. Να πληγώνουν, πριν πληγωθούν.
Σε αυτό το άρθρο θα προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε από πού πηγάζουν οι εκρήξεις οργής, όχι μόνο από βιολογική ή συμπεριφορική σκοπιά, αλλά και από τη βαθύτερη ψυχολογική ανάγκη που κρύβεται πίσω τους. Θα δούμε πώς το παρελθόν μας διαμορφώνει τον τρόπο με τον οποίο θυμώνουμε, πώς η αίσθηση απειλής, ντροπής ή εγκατάλειψης ενεργοποιεί αυτή τη συναισθηματική καταιγίδα, και, κυρίως, πώς μπορούμε να αρχίσουμε να τη διαχειριζόμαστε χωρίς να τη φοβόμαστε.
Η οργή ως δευτερογενές συναίσθημα
Η πρώτη παρανόηση γύρω από την οργή είναι πως πρόκειται για κάτι “κακό”. Στην πραγματικότητα, η οργή, ή αλλιώς η επιθετικότητα, είναι ένα από τα πιο θεμελιώδη και φυσικά ανθρώπινα συναισθήματα. Όπως και ο φόβος ή η λύπη, είναι ενστικτώδης και συνδεδεμένη με το αίσθημα επιβίωσης. Μας προστατεύει, μας ωθεί να θέτουμε όρια, να υπερασπιζόμαστε τον εαυτό μας. Το πρόβλημα δεν είναι η οργή αυτή καθαυτή, αλλά το πώς τη βιώνουμε, πότε ξεσπά, και πώς την εκφράζουμε.
Από μια ψυχοδυναμική σκοπιά, η οργή λειτουργεί συχνά ως προστάτης άλλων βαθύτερων και πιο επώδυνων συναισθημάτων. Δεν είναι το πρώτο συναίσθημα που γεννιέται, αλλά το δεύτερο, είναι η “πανοπλία” που φοράμε πάνω από κάτι πιο ευάλωτο: τον φόβο, τη ντροπή, την απόρριψη, τη μοναξιά.
Παράδειγμα: Ένας άνδρας που βλέπει τη σύντροφό του να αποτραβιέται συναισθηματικά μπορεί να νιώσει απελπισία, εγκατάλειψη, φόβο πως δεν τον αγαπά πια. Αν αυτά τα συναισθήματα του είναι απαγορευμένα ή πολύ επώδυνα για να τα βιώσει συνειδητά και άμεσα, τότε κάνει την εμφάνισή της η οργή: φωνάζει, κατηγορεί, ελέγχει. Η εσωτερική ευαλωτότητα καλύπτεται με θυμό, γιατί αυτό είναι πιο “ασφαλές”.
Αυτό που βλέπουμε ως έκρηξη οργής, είναι συχνά το τέλος μιας εσωτερικής διαδρομής που ξεκίνησε με συναισθήματα εγκατάλειψης, ανασφάλειας ή ταπείνωσης. Ο θυμός γίνεται τότε ένα “φυσικό φράγμα”, ένα υποκατάστατο του λόγου: «Αν φωνάξω, ίσως δεν καταρρεύσω».
Στη συνέχεια, θα δούμε πώς αυτές οι εκρήξεις χτίζονται από στρώματα βιωμάτων και ιστοριών και πώς μπορούν να γίνουν δρόμος κατανόησης, και όχι απλώς τιμωρίας ή καταστολής.
εκρήξεις θυμού
Το τραύμα πίσω από τις εκρήξεις — Πώς το παρελθόν εισβάλλει στο παρόν
Κάθε φορά που η οργή ξεσπά σαν καταιγίδα, υπάρχει μια υποβόσκουσα ιστορία που έχει μείνει ανοιχτή. Οι έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις δεν εμφανίζονται από το πουθενά. Συνήθως, ριζώνουν σε παλιότερες εμπειρίες που έχουν αφήσει σημάδια, σημάδια αόρατα, αλλά βαθιά ενεργά. Η οργή, όπως και άλλες αντιδράσεις, μπορεί να είναι το αποτέλεσμα ενός ψυχικού “ανακλαστικού” που ενεργοποιείται όταν κάποια παρούσα συνθήκη θυμίζει ασυνείδητα ένα παλιό τραύμα.
Οι άνθρωποι που μεγάλωσαν σε περιβάλλοντα όπου οι ανάγκες τους απορρίφθηκαν, όπου οι φωνές τους δεν ακούστηκαν ή γελοιοποιήθηκαν, μαθαίνουν να κρύβουν τον πόνο και να “αντέχουν”. Όμως, ό,τι δεν εκφράζεται, συσσωρεύεται. Και τότε η οργή γίνεται το δοχείο αυτής της συσσώρευσης. Δεν είναι καθαρά μια αντίδραση στο «τώρα», αλλά μια κραυγή από το «τότε» που βρήκε επιτέλους διέξοδο.
Παράδειγμα: Μια γυναίκα αντιδρά υπερβολικά όταν ο σύντροφός της αργήσει να απαντήσει σε ένα μήνυμα. Δεν είναι απλώς θέμα επικοινωνίας. Το αίσθημα εγκατάλειψης, που βίωσε ως παιδί όταν η μητέρα της ήταν συναισθηματικά απούσα, αναβιώνει. Η παρούσα καθυστέρηση ξυπνά το παλιό τραύμα, και η αντίδρασή της γίνεται δυσανάλογη όχι επειδή “είναι υπερβολική”, αλλά επειδή παλεύει ασυνείδητα με ένα παλιό αίσθημα αόρατης εγκατάλειψης.
Η ψυχή δεν μετρά με το ρολόι του παρόντος. Η πληγή που άνοιξε π.χ. στα έξι μπορεί να αρχίσει να αιμορραγεί στα τριάντα, στα σαράντα ή και στα εξήντα, με κάθε φαινομενικά ασήμαντο ερέθισμα. Οι εκρήξεις οργής, λοιπόν, δεν είναι μόνο “κακή διαχείριση συναισθημάτων”. Είναι, πολλές φορές, κραυγές ενός εσωτερικού παιδιού που κάποτε δεν το πιστέψανε, δεν ακούστηκε, δεν προστατεύτηκε.
Και όσο αυτό το παιδί παραμένει αγνοημένο, τόσο οι εκρήξεις του ενήλικα θα συνεχίζουν — μέχρι κάποιος να σταθεί με φροντίδα και, επιτέλους, να το ακούσει.
tantrums
Οργή και ντροπή — Δύο πρόσωπα του ίδιου νομίσματος
Αν ξύσουμε την επιφάνεια της οργής, πολύ συχνά θα βρούμε από κάτω ένα άλλο συναίσθημα: τη ντροπή. Μια ντροπή βαριά, σιωπηλή, συχνά ασυνείδητη, που γεννήθηκε πολύ νωρίς, τότε που ένα παιδί ένιωσε πως δεν είναι αρκετό, πως είναι κακό, ανεπαρκές, αόρατο. Η οργή, σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν είναι παρά το οπλισμένο προσωπείο αυτής της ντροπής. Εκεί όπου δεν επιτρέπεται η αδυναμία, το δάκρυ, η παραδοχή, έρχεται η οργή ως μηχανισμός προστασίας.
Για πολλούς ανθρώπους, η ντροπή είναι ανυπόφορη. Μοιάζει με απειλή της ίδιας τους της ύπαρξης. Ο θυμός, λοιπόν, γίνεται το πρώτο μέσο άμυνας. Κρύβει την ευαλωτότητα, καλύπτει την ανασφάλεια, προφυλάσσει την πληγή. Δεν είναι λίγες οι φορές που ένας ενήλικας φωνάζει για να μην ακουστεί το παιδί μέσα του που κλαίει.
Παράδειγμα: Ένας άντρας φωνάζει στη σύντροφό του επειδή του επισημαίνει ένα λάθος που έκανε. Η επίπληξη, έστω και καλοπροαίρετη, τον κάνει να νιώσει μικρός, εκτεθειμένος, ανίκανος. Δεν το συνειδητοποιεί, αλλά μέσα του ενεργοποιείται ξανά η αίσθηση ντροπής που βίωνε ως παιδί, όταν ο πατέρας του τον πρόσβαλλε μπροστά σε άλλους. Η φωνή του σήμερα, είναι μια κραυγή άμυνας απέναντι στην τότε ταπείνωση.
Η οργή, λοιπόν, λειτουργεί ως ασπίδα. Και όσο πιο έντονη είναι, τόσο βαθύτερη μπορεί να είναι η ντροπή από πίσω. Ο ψυχισμός, αδυνατώντας να διαχειριστεί αυτή την εύθραυστη πλευρά, επιλέγει να “επιτεθεί”, όχι για να πληγώσει τον άλλον, αλλά για να προστατέψει αυτό που ο ίδιος δεν μπορεί να αγγίξει.
Αυτός είναι και ο λόγος που η καταστολή της οργής δεν λύνει το πρόβλημα. Αν δεν αναγνωρίσουμε τι κρύβεται από πίσω της —ποια ευαλωτότητα, ποια ανάγκη, ποιο τραύμα—, απλώς θα αλλάξει μορφή ή θα γυρίσει εναντίον μας.
Η αληθινή αποφόρτιση δεν έρχεται με το να σταματήσουμε να θυμώνουμε. Έρχεται όταν αρχίσουμε να νιώθουμε ασφάλεια ώστε να μπορέσουμε να εκφράσουμε όσα μέχρι τώρα κρυβόταν πίσω από τον θυμό.
Όταν η οργή γίνεται οικεία – Η επανάληψη του γνώριμου μοτίβου
Ο θυμός, όσο κι αν φαίνεται ενοχλητικός ή ανεπιθύμητος, για κάποιους ανθρώπους είναι οικείος. Είναι το μόνο συναίσθημα που τους επιτρεπόταν να εκφράζουν ανοιχτά στην παιδική ηλικία ή το μόνο που έβλεπαν από τους άλλους γύρω τους. Σε σπίτια όπου κυριαρχούσε η ένταση, η επιθετικότητα ή οι συναισθηματικές εκρήξεις, το παιδί μαθαίνει να ταυτίζει την οικειότητα με τον θυμό. Ήταν η “φυσιολογική” του ατμόσφαιρα.
Όταν αυτό το παιδί μεγαλώσει, ενδέχεται να συνεχίσει να αναπαράγει τα ίδια μοτίβα, ακόμα και χωρίς να το θέλει. Η οργή γίνεται τρόπος επικοινωνίας. Σε κάποιες περιπτώσεις, ο μοναδικός. Αν κάτι δεν πάει καλά, αν νιώσει απόρριψη ή αν πληγωθεί, δεν θα εκφράσει λύπη, αγωνία ή ανάγκη. Θα εξοργιστεί.
Παράδειγμα: Μια γυναίκα που μεγάλωσε με μια μητέρα νευρική και αγχώδη, μαθαίνει από μικρή να προβλέπει πότε θα γίνει “έκρηξη” και να προσαρμόζει τη συμπεριφορά της για να την αποφύγει. Ως ενήλικη, νιώθει περίεργα όταν όλα κυλούν ήρεμα. Μπορεί να προκαλεί εντάσεις χωρίς λόγο ή να νιώθει ανήσυχη στη σταθερότητα. Η ένταση είναι το γνώριμό της έδαφος.
Η οικειότητα με την οργή δεν σημαίνει ότι κάποιος είναι επιθετικός από τη φύση του. Σημαίνει ότι το νευρικό του σύστημα έχει ρυθμιστεί να “ανιχνεύει” απειλή ακόμη και εκεί όπου δεν υπάρχει. Όταν οι συγκρούσεις μάς μεγάλωσαν, τότε η ηρεμία μάς φοβίζει.
Η επανάληψη αυτών των μοτίβων δεν είναι αποτέλεσμα συνειδητής επιλογής, αλλά αποτύπωμα της παιδικής μας επιβίωσης. Είναι δύσκολο να διαλέξεις κάτι διαφορετικό, όταν το σώμα και η ψυχή σου δεν γνωρίζουν άλλη εναλλακτική επιλογή.
Η θεραπεία εδώ δεν έγκειται μόνο στο να “ελέγξεις” τον θυμό σου. Αλλά στο να τον αναγνωρίσεις ως αποτέλεσμα παλαιών συνθηκών και να χτίσεις καινούργιες, όπου η ασφάλεια, η συναισθηματική διαφάνεια και η τρυφερότητα θα έχουν χώρο να εκφρασθούν.
εκρήξεις οργής
Όταν η οργή στρέφεται προς τον εαυτό – Αυτοκριτική και αυτοτιμωρία
Δεν εκφράζουν όλοι οι άνθρωποι την οργή τους προς τα έξω. Κάποιοι, αντί να φωνάξουν, να κατηγορήσουν ή να εκραγούν, την καταπίνουν. Και τότε, η οργή δεν χάνεται. Απλώς αλλάζει κατεύθυνση. Στρέφεται προς τα μέσα και γίνεται αυτοκριτική, ενοχή, εσωτερικός πόλεμος.
Πολλοί άνθρωποι που μεγαλώνουν σε περιβάλλοντα όπου δεν επιτρέπεται η έκφραση θυμού — π.χ. γιατί ο θυμός θεωρείται “κακή συμπεριφορά” ή γιατί αγνοείται και γελοιοποιείται — μαθαίνουν να τον απωθούν. Όμως, το συναίσθημα δεν εξαφανίζεται. Εγκλωβίζεται στο σώμα και στη σκέψη. Και τότε εμφανίζονται φράσεις όπως: «Φταίω εγώ», «Είμαι υπερβολικός», «Δεν είμαι καλός άνθρωπος που σκέφτηκα έτσι».
Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο θυμός μεταμφιέζεται σε ντροπή. Το άτομο δεν επιτρέπει στον εαυτό του ούτε να θυμώσει, ούτε να προστατευτεί, ούτε να ζητήσει αυτό που έχει ανάγκη. Αντιθέτως, τιμωρεί τον εαυτό του γι’ αυτό που νιώθει. Σαν να είναι απαγορευμένο να θυμώνει. Σαν να πρέπει πάντα να καταλαβαίνει τους άλλους, να συγχωρεί, να δείχνει κατανόηση, ακόμη κι όταν πληγώνεται.
Παράδειγμα: Ένας άντρας που μεγάλωσε με έναν αυταρχικό πατέρα και μια παθητική μητέρα, μάθαινε ότι «οι άντρες δεν πρέπει να κλαίνε ή να γκρινιάζουν». Ως ενήλικος, διστάζει να θέτει όρια όταν αδικείται στη δουλειά. Αντί να εκφράσει θυμό, νιώθει ενοχές. Κατηγορεί τον εαυτό του που δεν είναι «αρκετά καλός» και νιώθει ντροπή κάθε φορά που κάτι τον πληγώνει.
Η εσωτερικευμένη οργή μπορεί να οδηγήσει σε καταστάσεις άγχους, ψυχοσωματικά συμπτώματα ή και καταθλιπτικές τάσεις. Ο οργανισμός “φωνάζει”, αφού δεν του επιτρέπεται να μιλήσει με λόγια.
Η αποκατάσταση ξεκινά με την αναγνώριση: ότι η οργή είναι φυσικό συναίσθημα, όχι επικίνδυνο. Ότι δεν χρειάζεται να την απευθύνουμε επιθετικά ούτε να την απαγορεύουμε. Μπορούμε να τη μεταφράσουμε: σε λόγια, σε ανάγκες, σε όρια. Μπορούμε να μάθουμε να λέμε: «Με πλήγωσε αυτό. Δεν μου αξίζει. Χρειάζομαι κάτι διαφορετικό».
Πώς εκφράζεται υγιώς η οργή – Η διαφορά ανάμεσα σε θυμό και βία
Ο θυμός δεν είναι πρόβλημα. Είναι πληροφορία. Πρόβλημα γίνεται όταν δεν μπορούμε να τον διαχειριστούμε, όταν τον πνίγουμε ή τον αφήνουμε να εκραγεί ανεξέλεγκτα. Αντίθετα με αυτό που πολλοί πιστεύουν, ο θυμός δεν ταυτίζεται με τη βία. Ο θυμός είναι συναίσθημα. Η βία είναι συμπεριφορά. Και μπορούμε να θυμώνουμε χωρίς να γινόμαστε βίαιοι.
Η υγιής έκφραση της οργής σημαίνει να μπορεί κάποιος να εντοπίσει τι τον ενόχλησε, να το αναγνωρίσει, να το αποδεχθεί και να το επικοινωνήσει με τρόπο σαφή, ειλικρινή και χωρίς καταστροφή. Όχι με φωνές ή προσβολές, αλλά με σταθερότητα και αυθεντικότητα. Όχι για να πληγώσει τον άλλον, αλλά για να προστατέψει τον εαυτό του.
Χρειάζεται πρώτα να καταλάβουμε τι βρίσκεται πίσω από την οργή. Πολλές φορές, ο θυμός είναι το εξωτερικό στρώμα ενός βαθύτερου συναισθήματος: θλίψης, φόβου, αισθήματος απόρριψης ή προδοσίας. Αν μπορέσουμε να αναγνωρίσουμε αυτό που πραγματικά νιώθουμε, τότε μπορούμε και να το εκφράσουμε χωρίς να “εκραγούμε”.
Ένα βασικό εργαλείο είναι η λεγόμενη μη βίαιη επικοινωνία, που ξεκινά με παρατήρηση και όχι επίθεση. Για παράδειγμα:
– «Όταν άργησες και δεν με ενημέρωσες, ένιωσα ότι δεν με σεβάστηκες. Αυτό με θύμωσε, γιατί είχα ανάγκη να νιώσω πως είμαι σημαντικός για σένα, πως με σέβεσαι.»
Εδώ δεν υπάρχει κατηγορία. Υπάρχει αλήθεια, ανάγκη και όριο. Ένας άνθρωπος που έχει δουλέψει με τον εαυτό του δεν προσπαθεί να εκδικηθεί, αλλά να εκφραστεί και να ακουστεί.
Η υγιής διαχείριση της οργής απαιτεί αυτογνωσία, ψυχραιμία και εξάσκηση. Δεν σημαίνει να μην θυμώνουμε, αλλά να μην πληγώνουμε, ούτε τους άλλους, ούτε εμάς τους ίδιους.
θυμός
Όταν η οργή κρύβει παλιά τραύματα – Το τραύμα ως πυροδότης
Μερικές φορές, η ένταση της οργής μας δεν αντιστοιχεί στην παρούσα κατάσταση, αλλά ενεργοποιείται από κάτι πολύ παλαιότερο. Ένα απλό περιστατικό — μια λέξη, ένας τόνος φωνής, μια κίνηση — μπορεί να λειτουργήσει ως πυροδοτητής παλιών τραυμάτων. Το παρόν γίνεται σκηνή επανάληψης ενός παρελθόντος που δεν διευθετήθηκε.
Για παράδειγμα, ένας ενήλικας που είχε έναν γονέα τιμωρητικό ή επικριτικό, μπορεί να εκραγεί όταν ο/η σύντροφός του τον/την διορθώσει ή τον/την κριτικάρει με τρόπο που του θυμίζει εκείνη τη γονεϊκή φωνή. Η αίσθηση δεν είναι μόνο αυτή του εκνευρισμού αλλά και της ντροπής, της απόρριψης, της απειλής. Στην πραγματικότητα, δεν θυμώνει μόνο με τον/την σύντροφο, αλλά και με τον γονέα, το παιδικό του “εγώ” που δεν υπερασπίστηκε ποτέ κανείς.
Ο θυμός γίνεται τότε διασύνδεση με μια παλιά πληγή. Όχι επειδή ο άλλος έκανε κάτι τόσο τρομερό, αλλά επειδή άγγιξε μια ανεπούλωτη πληγή, ένα τραύμα που δεν βρήκε ποτέ χώρο να εκφραστεί.
Αυτός ο θυμός είναι σχεδόν πάντα δυσανάλογος, επαναλαμβανόμενος και δύσκολος στη διαχείρισή του. Μπορεί να οδηγήσει σε έντονες εκρήξεις ή σε χρόνια εσωτερική ένταση. Μπορεί να συνοδεύεται από ενοχή, από μια αίσθηση απώλειας ελέγχου, από ντροπή.
Η επίγνωση αυτού του μηχανισμού είναι το πρώτο βήμα προς την απελευθέρωση. Όταν ένας άνθρωπος κατανοήσει ότι η έντονη οργή του δεν αφορά (μόνο) το παρόν αλλά και το παρελθόν, τότε μόνο μπορεί να αρχίσει να δουλεύει με εκείνη την παλιά, κρυφή πληγή. Και τότε, σιγά-σιγά, ο θυμός παύει να γίνεται έκρηξη, αλλά γέφυρα προς την αλήθεια του.
παρορμητικότητα
Επίλογος – Όταν μαθαίνουμε να ακούμε την οργή μας με φροντίδα
Η οργή δεν είναι ο εχθρός. Ο τρόπος που τη διαχειριζόμαστε — ή καλύτερα, ο τρόπος που δεν μάθαμε να τη διαχειριζόμαστε — είναι αυτό που συχνά μας πληγώνει και πληγώνει και τους γύρω μας.
Όταν αρχίσουμε να ακούμε την οργή μας αντί να τη φιμώνουμε ή να την εκφράζουμε ανεξέλεγκτα, κάτι αρχίζει να αλλάζει. Αντί να την καταπιέζουμε ή να την ξεριζώνουμε, μπορούμε να τη μετατρέψουμε σε πυξίδα: «Τι είναι αυτό που με πληγώνει; Ποιο όριό μου έχει παραβιαστεί; Ποιο παλιό μου τραύμα ζητά να ακουστεί;».
Η διαδικασία αυτή απαιτεί εσωτερική αναζήτηση, ενσυναίσθηση προς τον εαυτό, υπομονή και συχνά ψυχοθεραπευτική στήριξη. Δεν αλλάζει από τη μια μέρα στην άλλη. Αλλά κάθε φορά που αντί να φωνάξουμε, επιλέγουμε να αφουγκρασθούμε τον θυμό μας — να τον νιώσουμε, να τον καταλάβουμε, να τον μεταφράσουμε — κάνουμε ένα βήμα προς μια πιο συναισθηματικά ώριμη και ουσιαστική ζωή.
Αυτή η ωριμότητα δεν σημαίνει απουσία οργής. Είναι η ικανότητα να την κρατάμε, να την αναλύουμε, να την εκφράζουμε με τρόπους που δεν καταστρέφουν αλλά διεκδικούν, που δεν πληγώνουν αλλά αποκαθιστούν. Είναι η διαφορά ανάμεσα στο να χτυπάς μια πόρτα με θυμό και στο να τη χτυπάς για να ζητήσεις να σε ακούσουν.
Και ίσως τότε, να ανακαλύψουμε ότι κάτω από την οργή υπήρχε πάντα κάτι πιο ήσυχο και βαθύ: η ανάγκη για αναγνώριση, για σύνδεση, για φροντίδα. Όχι μόνο από τους άλλους, αλλά και από εμάς τους ίδιους.
Dr. Σάββας Ν. Σαλπιστής, M.Sc, Ph.D.
Κλινικός Ψυχολόγος Πανεπιστημίου Στοκχόλμης ενηλίκων και παίδων
Διπλωματούχος Ψυχοθεραπευτής
Βασιλικού Ιατροχειρουργικού Ινστιτούτου Karolinska Στοκχόλμης
Για την υπηρεσία online ψυχολόγος (online συνεδρίες) κάντε κλικ ΕΔΩ
Για ραντεβού στο γραφείο του Σάββα Ν. Σαλπιστή Ph.D. κάντε κλικ ΕΔΩ