Share the post "Ευθύνη: αίσθημα ευθύνης και η αδυναμία να λέμε “‘όχι”"
Γενικά
Οι περισσότεροι από εμάς διαπαιδαγωγούμαστε με τρόπο ώστε να είμαστε υπεύθυνοι απέναντι στους άλλους, στους γονείς μας, στο σχολείο κ.ά. αλλά σπάνια έως καθόλου απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό. Το πρόβλημα δεν είναι η υπευθυνότητα απέναντι σε κάτι ή σε κάποιους αλλά η έλλειψη ισορροπίας ανάμεσα στην ευθύνη απέναντι στους άλλους και στον ίδιο μας εαυτό. Αυτό μας οδηγεί συχνά, ως ενήλικες, σε πολύ μεγάλες δυσκολίες όσον αφορά στην ανάληψη ευθύνης απέναντι στη δική μας ζωή.
Όταν μεγαλώνουμε με το πρώτο είδος ευθύνης, γινόμαστε συνήθως ανεύθυνοι απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό, ενώ, αντίθετα, όταν έχουμε μάθει να είμαστε υπεύθυνοι απέναντι στον εαυτό μας, τότε, σχεδόν πάντα, είμαστε πολύ υπεύθυνοι και απέναντι στους άλλους.
Το ίδιο συμβαίνει και σε διάφορες μικρότερες ή μεγαλύτερες ομάδες, όπου, παρά τις άπειρες συζητήσεις και διακηρύξεις περί «κοινής ευθύνης», τα μέλη εξακολουθούν να έχουν την αίσθηση πως ως σύνολο δεν λειτουργούν ικανοποιητικά. Όλοι προσπαθούν όσο περισσότερο μπορούν για να νιώσουν υπευθυνότητα απέναντι στην ομάδα αλλά, εάν η αφετηρία δεν είναι η προσωπική ευθύνη του καθενός απέναντι στον εαυτό του, τότε η κοινή ευθύνη είναι κενή περιεχομένου.
Αίσθημα ευθύνης
Συνύπαρξη και αίσθηση ευθύνης
Θα μπορούσαμε να φαντασθούμε τη συνύπαρξη ως μια παρακαταθήκη ενέργειας. Όταν και τα δύο μέρη μιας σχέσης προσέρχονται σε αυτήν, έχοντας ο καθένας ως αφετηρία την ευθύνη της δικής του ζωής, τότε οι προσωπικές ενέργειες και των δύο μερών προστίθενται δημιουργώντας μια πολύ μεγαλύτερη κοινή ενέργεια. Εάν μόνον ο ένας ή και οι δύο δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη της προσωπικής τους ζωής, τότε η κοινή ενέργεια είναι πολύ μικρότερη έως ανύπαρκτη.
Εάν κάποιος δεν αναλαμβάνει στη σχέση του τις προσωπικές του ευθύνες, είναι σαν να «κλέβει από το κοινό ταμείο», επιβαρύνοντας τον άλλον με περισσότερες ευθύνες. Τι σημαίνει, όμως, στην περίπτωση αυτή, «Αναλαμβάνω τις ευθύνες μου;». Σημαίνει κυρίως να μπορεί να απαντήσει ικανοποιητικά στα ερωτήματα: «Τι θέλω;», «Τι επιθυμώ;», «Τι δεν μου αρέσει;». Σημαίνει, επίσης, να μπορεί να πει με έμφαση στον εαυτό του: «Τα συναισθήματα, οι πράξεις και οι επιλογές μου είναι δικά μου, και, ως εκ τούτου, αποτελούν δική μου ευθύνη». Η μορφή και η ποιότητα της ζωής μου είναι πρωτίστως δική μου ευθύνη, όπως, επίσης, και η επιλογή αυτού με τον οποίο επιλέγω να τη μοιραστώ.
Όσο διάστημα δεν καταφέρνουμε τα παραπάνω, επιβαρύνουμε αυτόματα τον περίγυρό μας με την ευθύνη που δεν έχουμε καταφέρει (ακόμα) να αναλάβουμε οι ίδιοι.
Ας δούμε ένα πολύ συνηθισμένο παράδειγμα φαινομενικού αλτρουισμού. Ας υποθέσουμε πως ρωτώ συχνά τη σύντροφό μου: «Τι θα ήθελες να κάνουμε;», «Τι θα προτιμούσες;», «Τι θα σου άρεσε να κάνουμε;» κ.τ.λ. Φαινομενικά, αυτό μοιάζει τρυφερό, ιπποτικό και ως ένδειξη έγνοιας προς το πρόσωπό της. Κάτι τέτοιο, όμως, ισχύει μόνο στην περίπτωση που ο ίδιος γνωρίζω πολύ καλά, αλλά και κάνω σαφές και στη σύντροφό μου, το τι και ο ίδιος θέλω. Εάν δεν συμβαίνει αυτό, το μόνο που κάνω στην ουσία είναι να μεταθέτω την ευθύνη της κατάστασης και της επιλογής στη σύντροφό μου, παίζοντας το ρόλο που ιππότη και του γεμάτου από έγνοια για αυτήν σύντροφο.
Δύο άνθρωποι που μοιράζονται τη ζωή θα πρέπει, για οτιδήποτε μικρό ή μεγάλο, να κάνουν σαφές ο ένας στον άλλον το τι ο καθένας τους θέλει και κατόπιν να μπορούν να καταλήγουν σε μια κοινή απόφαση μέσα από μια ισότιμη διαπραγμάτευση. Ίσως να φαντάζει αλτρουιστικό και «υπεράνω» να συμβιβάζεται κάποιος ευθύς εξαρχής, συχνά όμως πρόκειται για αποφυγή ανάληψης ευθύνης η οποία εναποτίθεται εξ ολοκλήρου στον άλλον. Είναι σχεδόν βέβαιο πως, αν τα πράγματα δεν πάνε καλά, ο άλλος που μας παραχώρησε το δικαίωμα επιλογής θα μας αποδώσει την ευθύνη και το φταίξιμο για όλα αυτά των οποίων την ευθύνη αρνήθηκε στην ουσία να αναλάβει.
Για όλα τα σημαντικά ζητήματα ζωής, όπως παιδιά, οικονομία, ερωτική ζωή κ.τ.λ., δεν είναι δυνατόν να υπάρχει μοίρασμα ευθύνης. Και οι δύο σύντροφοι έχουν πάντα τη συνολική ευθύνης για το οτιδήποτε αφορά στη σχέση τους. Όταν αυτό αρχίσει και λειτουργεί ικανοποιητικά στην πράξη, τότε εμφανίζεται και η συνευθύνη για τη ζωή του άλλου, δηλαδή η ευθύνη εκείνη που εκφράζεται ιδανικά ως η ενεργητική φροντίδα μας προς τον άλλον ώστε να εισπράξει αυτό που του είναι σημαντικό, ακόμα και αν αυτό δεν αντιπροσωπεύει εντελώς τις άμεσες προσωπικές μας ανάγκες.
Μια τέτοιου είδους φροντίδα αγάπης προς τον άλλον μπορεί να δοθεί μόνον όταν έχει ως βάση την ενεργητική προσωπική μας ευθύνη απέναντι στον εαυτό μας. Εάν δεν συμβαίνει αυτό, τότε δεν πρόκειται για έγνοια και φροντίδα για τον άλλον αλλά για ένα γραμμάτιο που κάποια στιγμή αργότερα θα ζητά την εξαργύρωσή του με κάποιου είδους ανταπόδοση από τον άλλον που ίσως και να μην επιθυμεί/διατίθεται να δώσει.
Ευθύνη
Η αδυναμία να λέμε «όχι»
Η αδυναμία να μπορούμε να βάζουμε κάποια, έστω και στοιχειώδη, όρια και να λέμε «όχι» είναι συνήθως σύμπτωμα χαμηλής αυτοεκτίμησης και έλλειψης αυτοσεβασμού. Η ικανότητα να λέμε «όχι» -που αρχίζει στην ηλικία των 2 περίπου χρόνων της ζωής- είναι ένας τρόπος τοποθέτησης κάποιου ορίου ανάμεσα σε εμάς και τον υπόλοιπο κόσμο και μιας ανάγκης επισήμανσης πως έχουμε μια αυτόνομη υπόσταση που θέλουμε να γίνεται σεβαστή.
Κάθε «όχι», όμως, δεν αποτελεί ένδειξη αυτονομίας και αυτοεκτίμησης, αν δεν είναι προϊόν μιας βαθιάς πεποίθησης πως η ζωή-μας μας ανήκει και τη διαχειριζόμαστε όπως εμείς οι ίδιοι κρίνουμε ως καλύτερα. Για να είναι, όμως, αυτό αυθεντικό θα πρέπει να αναγνωρίζουμε το ίδιο δικαίωμα και στους άλλους, δηλαδή να τους αντιμετωπίζουμε ως ισότιμους μας και να τους σεβόμαστε.
Πολλές φορές, η αδυναμία κάποιου να λέει «όχι» ερμηνεύεται ως αλτρουισμός. Ο αυθεντικός αλτρουισμός, όμως, είναι προϊόν δύναμης και όχι αδυναμίας, και άρα θα πρέπει να συνυπάρχει με την ικανότητα να μπορεί κάποιος να λέει «όχι», όταν το κρίνει απαραίτητο.
Ένας ακόμη λόγος, που μη μπορεί κάποιος να βάζει όρια στις απαιτήσεις των άλλων, να έχει τεράστιες δυσκολίες να λέει «όχι» και να αναλαμβάνει μονίμως ευθύνες που δεν είναι δικές του, να έχει να κάνει με μια υποσυνείδητή του επιθυμία να γίνει ο ίδιος αποδέκτης της φροντίδας που δείχνει για τους άλλους, ταυτιζόμενος μαζί τους και φροντίζοντας τους σαν κηδεμόνας.
Ακόμα και εδώ, μπορεί η ανάγκη του να είναι το «καλό παιδί» να παίζει καθοριστικό ρόλο, ίσως γιατί έχει από παιδί την αίσθηση πως μόνον τότε μπορεί να γίνεται αποδέκτης της αποδοχής και της αγάπης των άλλων.
Ενοχές
Ο ρόλος των ενοχών
Όταν νιώθουμε ενοχές, παρόλο που συνειδητά και λογικά πιστεύουμε πως κάνουμε το σωστό, σημαίνει πως ερχόμαστε σε σύγκρουση με το υποσυνείδητό μας, όσον αφορά στο τι θεωρούμε ως ηθικά σωστό. Και με το υποσυνείδητό μας δύσκολα τα βγάζουμε πέρα. Για να μπορέσουμε να ξεπεράσουμε τις αναστολές μας και να καταφέρουμε να πούμε «όχι» χωρίς ενοχές, θα πρέπει να διευθετήσουμε τις εσωτερικές μας συγκρούσεις και να αποκτήσουμε καλύτερη αυτοεκτίμηση και αυτοσεβασμό.
Ένας από τους λόγους που λέμε ευκολότερα «ναι» είναι πως ένα «ναι» δεν χρειάζεται να δικαιολογηθεί, κάτι που συμβαίνει με ένα «όχι». Ασχέτως εξηγήσεων, θα πρέπει να θεωρούμε πως η άρνησή μας σε κάτι ή σε κάποιον είναι δικαίωμα. Πολλοί από εμάς νιώθουν την ανάγκη να ζητούν συγνώμη και να δικαιολογούνται/απολογούνται στους άλλους για τους λόγους μιας άρνησής τους. Κάτι τέτοιο, όμως, όταν γίνεται συστηματικά, αποτελεί ένδειξη χαμηλής αυτοεκτίμησης. Όταν κάθε φορά προσπαθούμε να δικαιολογούμε στους άλλους την επιλογή μας ή ζητούμε συγνώμη, αυτό σημαίνει πως αποζητούμε την έγκρισή τους για το «όχι» που είπαμε, κάτι που αποτελεί δείγμα χαμηλής αυτοεκτίμησης και ύπαρξης αισθημάτων ενοχής.
Μια τέτοια στάση στέλνει το μήνυμα τόσο προς εμάς τους ίδιους όσο και προς τους άλλους πως αμφιβάλουμε για τον εαυτό και το δικαίωμά μας να ζήσουμε τη ζωή που θέλουμε. Η προσπάθεια υπεράσπισης και δικαιολόγησης του κάθε «όχι» μας έχει το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που πιστεύουμε, δηλαδή αποδυναμώνει τις δυνατότητές μας να υπερασπισθούμε το «όχι» μας. Ο μοναδικός και αποτελεσματικότερος τρόπος δικαιολόγησης των «όχι» μας είναι η δικαιολόγησή τους εντός μας, δηλαδή απέναντι στον εαυτό μας. Εμείς οι ίδιοι θα πρέπει να είμαστε πεπεισμένοι για το δικαίωμά μας να μπορούμε να λέμε «όχι». Αν έχουμε μια τέτοια πεποίθηση, δεν θεωρούμε απαραίτητες τις οποιεσδήποτε εξηγήσεις. Φυσικά και μπορούμε να δίνουμε εξηγήσεις κάποιες φορές, αν το κρίνουμε απαραίτητο, όχι όμως να νιώθουμε την ανάγκη πως θα πρέπει να το κάνουμε πάντα.
Δεν είμαστε, όμως, εμείς που απογοητεύουμε τους άλλους, λέγοντας «όχι». Οι ίδιοι απογοητεύουν τον εαυτό τους, προσδοκώντας πως εμείς πρέπει πάντα να λέμε «ναι» και να είμαστε διαθέσιμοι γι΄ αυτούς.
Ευθύνη : Αίσθημα ευθύνης και αδυναμία να λέμε όχι
Οι συνέπειες του φόβου να είμαστε ειλικρινείς
Πολλοί δυσκολεύονται πολύ να πουν «όχι», φοβούμενοι το ενδεχόμενο να καταστρέψουν τις σχέσεις τους. Όμως, φίλοι που δεν αποδέχονται κάποια «όχι» μας δεν είναι πραγματικοί φίλοι, από τη στιγμή που δεν αποδέχονται αυτό που είμαστε αλλά μόνον αυτό που τους βολεύει.
Εάν λέμε «ναι», εννοώντας «όχι», είτε θα αθετήσουμε την υπόσχεσή μας είτε θα την τηρήσουμε με μισή καρδιά, νιώθοντας ταυτόχρονα θυμό και ενόχληση τόσο με τον εαυτό μας όσο και με τον άλλον, που ίσως και να μην είχε κανένα πρόβλημα να αποδεχθεί ένα «όχι» μας. Με τον τρόπο αυτόν, κινδυνεύουμε να καταστρέψουμε οι ίδιοι τις σχέσεις μας ή να μην μπορούμε να τις χαρούμε και να νιώθουμε άνετα σε αυτές. Η δυνατότητα να λέμε «όχι» όχι μόνο δεν μας στερεί το σεβασμό των άλλων αλλά, αντίθετα, τον αυξάνει, αρκεί να το κάνουμε με έναν πειστικό τρόπο που να αποπνέει αυτοπεποίθηση και αυτοσεβασμό.
Ο ειλικρινής σεβασμός των άλλων εμπνέεται από το δικό μας σεβασμό απέναντι στον εαυτό μας. Η ικανότητα να λέμε «όχι» μας δίνει την άνεση να σχετιζόμαστε με τους άλλους χωρίς το φόβο της εκμετάλλευσης και με πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες δημιουργίας ειλικρινών σχέσεων με άτομα που μας αποδέχονται για αυτό που πραγματικά είμαστε, εφόσον αυτό δείχνουμε. Οι ειλικρινείς σχέσεις σημαίνουν αμοιβαιότητα, ισοτιμία και μια διάθεση δοτικότητας που δεν πηγάζει από εξαναγκασμό, ενοχή ή φόβο αλλά από αυθεντική έγνοια για τον άλλον.
Όταν δεν τολμούμε να λέμε «όχι», απαρνιόμαστε στην ουσία τον ίδιο μας τον εαυτό, πλήττουμε την αυτοεκτίμησή μας και, με τον τρόπο αυτόν, γίνεται ακόμα δυσκολότερο το να πούμε «όχι». Νιώθουμε θύματα, ματαιωμένοι και πως κανείς δεν μας καταλαβαίνει γιατί, στην ουσία, δεν δίνουμε στους άλλους την ευκαιρία να μάθουν τι πραγματικά θέλουμε. Αναλαμβάνουμε ευθύνες που δεν μας αναλογούν, κάτι που σημαίνει πως μεταχειριζόμαστε τον ίδιο μας τον εαυτό με τρόπο ανεύθυνο και απαξιωτικό. Ταυτόχρονα, δεν είμαστε ειλικρινείς ούτε και με τους άλλους, αφήνοντάς τους να πιστεύουν πως είμαστε κάποιοι άλλοι απ΄ό,τι στην πραγματικότητα και προσδοκώντας από αυτούς ανταλλάγματα αποδοχής και συμπάθειας.
Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν, να βάλουμε όρια, αντί να νιώθουμε αποτυχημένοι, θύματα και θυμωμένοι με τον εαυτό μας και τους άλλους. Ας πάψουμε να είμαστε συνεχώς τα «καλά παιδιά» στα οποία διαπαιδαγωγηθήκαμε -μόνον, όμως, απέναντι στους άλλους- και να γίνουμε καλοί και γενναιόδωροι και απέναντι στους ίδιους μας τους εαυτούς.
Dr. Σάββας Ν. Σαλπιστής, M.Sc., Ph.D.
Κλινικός Ψυχολόγος Πανεπιστημίου Στοκχόλμης ενηλίκων και παίδων
Διπλωματούχος Ψυχοθεραπευτής
Βασιλικού Ιατροχειρουργικού Ινστιτούτου Karolinska Στοκχόλμης
Για την υπηρεσία online ψυχολόγος (online συνεδρίες) κάντε κλικ ΕΔΩ
Για ραντεβού στο γραφείο του Σάββα Ν. Σαλπιστή Ph.D. κάντε κλικ ΕΔΩ
Ψυχολόγος Θεσσαλονίκη , Ψυχολόγοι Θεσσαλονίκη , Ψυχολόγος Θεσσαλονίκη κέντρο , Ψυχολόγοι Θεσσαλονίκη κέντρο , Ψυχολόγος Online , Ατομική ψυχοθεραπεία , Θεραπεία ζεύγους , Θεραπεία ζεύγους θεσσαλονίκη, Θεραπεία παιδιών και εφήβων , Συμβουλευτικές συνεδρίες Θεσσαλονίκη, Συμβουλευτικές συνεδρίες
[…] Όπως αναφέρει και ο Κλινικός Ψυχολόγος -Ψυχαναλυτής, Σάββας Σαλπιστής, σε ανάλογο άρθρο του: ¨Το πρόβλημα δεν είναι η […]